Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπαίτιος

См. также в других словарях:

  • επαίτιος — ἐπαίτιος, ον (Α) 1. αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος 2. κατηγορούμενος για κάτι 3. ύποπτος για κακή πράξη 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπαίτια πρόσθετες ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο, πρόσθετα πρόστιμα, προστιμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίτιος… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαίτιος — blamed for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίτιον — ἐπαίτιος blamed for masc/fem acc sg ἐπαίτιος blamed for neut nom/voc/acc sg ἐπαιτέω ask besides imperf ind act 3rd pl (doric) ἐπαιτέω ask besides imperf ind act 1st sg (doric) ἐπαιτέω ask besides imperf ind act 3rd pl (doric) ἐπαιτέω ask besides… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαιτιώτατοι — ἐπαίτιος blamed for masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαιτίοις — ἐπαίτιος blamed for masc/fem/neut dat pl ἐπαιτέω ask besides pres opt act 2nd sg (doric) ἐπαιτέω ask besides pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαιτίου — ἐπαίτιος blamed for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαιτίους — ἐπαίτιος blamed for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαιτίων — ἐπαίτιος blamed for masc/fem/neut gen pl ἐπαιτέω ask besides pres part act masc nom sg (doric) ἐπαιτέω ask besides pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίτια — ἐπαίτιος blamed for neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίτιοι — ἐπαίτιος blamed for masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»