-
1 επέδραμον
-
2 ἐπέδραμον
-
3 ἐπέδραμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέδραμον
-
4 ἐπέδραμον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπέδραμον
-
5 ἐπιτρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.Cyn.9.6
, D.17.19 : [tense] aor. 2- έδρᾰμον Il. 4.524
, al. (rarely [tense] aor. I- έθρεξα 13.409
): [tense] pf.- δεδράμηκα X.Oec.15.6
; poet.- δέδρομα Od.
, etc. (v. infr. 11.2):—[voice] Pass., [tense] pf.- δεδράμημαι X.Oec.15.1
: —run upon or at, mostly for the purpose of attack, abs.,ὁ δ' ἐπέδραμεν Il.4.524
, cf. 18.527 ; of dogs,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od.14.30
; make an assault upon,τινί Th.4.32
, X.Cyn.9.6,ἐπί τινα Id.HG5.4.51
.b approach, εἰς ἃς (sc. μοίρας)ἐπιτρέχει ἡ Σελήνη, τούτοις συνάπτει Serapio
in Cat.Cod.Astr.8(4).228.2 run after, be eager or greedy,οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο Hdt.3.135
; in haste,Pl.
Lg. 799c ; : c. dat., to be greedy for, App.Pun.94.II run over a space, τόσσον ἐπεδραμέτην, of horses, Il.23.433, cf. 418, 447 ; run over or graze the surface, : c. dat.,ἀσταχύεσσιν Call.Aet.3.1.46
.2 to be spread over,λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη Od.6.45
;κακὴ δ' ἐπιδέδρομεν ἀχλύς 20.357
: c. dat.,τῷ..ἐπιδέδρομεν ὀδμή Hermipp.82.3
(hex.);ἐπιδέδρομε νυκτὶ φέγγος A.R.2.670
;οἱ ἔρευθος ἐπιτρέχει Arat.834
, cf. Opp.C.3.94;ἐξανθήματα ἐ. τοῖς σώμασιν Plu.2.671a
; ὄρεσι..ἀφ' ἡλίου μορφαὶ ἐ. ib.934f ;σημείων τῷ νεκρῷ μοχθηρῶν ἐπιδραμ. Id.TG13
, etc.: c. acc., οἶδμα ὅταν ἔρεβος ὕφαλον ἐπιδράμῃ when the billow runs over the darkness of the deep, S. Ant. 588(lyr.); τὴν χώραν, of lava, Arist. Mir. 840a5;ψυχὴν ἐπιδέδρομε λήθη A.R.1.645
; Πώμην ἐπέδραμε λόγος c. acc. et inf., Plu.Aem. 25.3 of a musician, run over, play upon,ἐ. καλάμους χείλεσι Longus 1.24
;τὴν σύριγγα τῇ γλώττῃ Alciphr.3.12
;τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδάς Ath.4.139e
.4 overrun, as an army does a country,ἐ. πεδίον πᾶν Hdt.1.161
;τὰς κώμας πάσας Id.8.23
; τὴν χώρην πᾶσαν ib. 32 ;τὰ ἔξω Th.4.104
.5 run over, treat lightly or summarily of, X.Oec.25.1 ([voice] Pass.) ; τῷ λόγῳ ib.6 ;εὐπόρως ἐ. περί τινος Isoc.Ep.9.6
;μικρὰ περὶ αὐτῶν D.17.19
;τὰς ἀπορίας ἐ. Arist.Pol. 1286a7
;Ἡροδότου.. ἡ λέξις..ῥᾳδίως ἐπιτρέχουσα τοῖς πράγμασιν Plu.2.854e
; ἐ. διὰ βραχυτάτων ib.119e ;τὸ ἐπιτρέχον σχῆμα Hermog.Id.1.11
.6 of a country, spread, extend,ἐπὶ.. D.P.809
; μέσην ἐ. νῆσον ib. 1092.III run close after,ἅρματα..ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέδραμον Il.23.504
; ἐ. τὰ ἴχνη, of hounds, X.Cyn.3.6 : c. dat., follow, Arat.316 ; ἐ. τοῖς θήλεσιν, of the male, Plu.2.965e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτρέχω
-
6 κλάζω
A (lyr.): [tense] aor.1ἔκλαγξα Il.1.46
, A. Ag. 201 (lyr.): [tense] aor.2ἔκλᾰγον h.Pan.14
, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: [tense] pf.κέκλαγγα X.Cyn.3.9
, 6.23; subj. ; [dialect] Dor.κέκλᾱγα Alcm.7
; part. κεκληγώς, pl.κεκλήγοντες Il.17.756
, - ῶτες v.l.ib. 16.430,κεκλαγώς Plu.Tim.26
:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλάγξομαι Ar.V. 930
:— make a sharp piercing sound:1 of birds, scream, οὐκ ἴδον.., ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ)ἄκουσαν Il.10.276
; of starlings and daws,οὖλον κεκλήγοντες 17.756
, etc.;γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op. 449
; of the eagle, Il.12.207, S.Ant. 112 (lyr.), cf. OT 966, etc.2 of dogs, bark, bay,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30
, cf. Ar.V. 929, X.ll.cc., etc.3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle,ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46
; of the wind, whistle,αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408
; of wheels, creak, A. Th. 205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib. 386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ.. ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar,ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127
; of the musician, (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).4 of men, shout, scream,ὀξέα κεκληγώς Il.2.222
, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth,κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.); (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; alsoἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20
.5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ.. μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag. 201 (lyr.); Ζῆνα.. ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib. 174 (lyr.). -
7 ἐπιτρέχω
ἐπι-τρέχω, aor. 1 part. ἐπιθρέξαντος, aor. 2 ἐπέδραμον, perf. ἐπιδέδρομα: run up, run upon, often in hostile sense, Od. 14.30; of horses putting forth their??peed, ‘ran on,’ Il. 23.418, 447; the chariot rolling close on (behind) the horses, Il. 23.504; a spear impinging upon a shield, Il. 13.409 ; λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη, runs over all, Od. 6.45 ; ἀχλύς, Od. 20.357.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιτρέχω
См. также в других словарях:
ἐπέδραμον — ἐπιτρέχω run upon aor ind act 3rd pl ἐπιτρέχω run upon aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… … Dictionary of Greek
καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
κλάζω — (Α) 1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο 2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.) 4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α.… … Dictionary of Greek
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek