-
101 χίμαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χίμαρος
-
102 ἐρεύθω
Aἐρεῦσαι Il.
(v. infr.):—make red, stain with red,αἵματι γαῖαν 11.394
; ;βωμὸν φόνοισι Pythag.
ap. S.E. M.9.128:—[voice] Pass., to be or become red, Sapph.93, Hp.Epid.2.3.1, Morb. Sacr.15, Theoc.17.127 ; [ ἀστὴρ]καλὸν -όμενος A.R.1.778
. -
103 ἐρυθραῖος
II of or from Erythrae, Hdt.1.18, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυθραῖος
-
104 ὑπέρυθρος
ὑπ-έρυθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρυθρος
-
105 ῥοῦς
Aῥόον Hp.Mul.1.31
; dat. sg. fem. ῥόῳ ib.78; gen.ῥοῦ Id.Nat.Mul.32
,34, Thphr.HP3.18.5 (fem.), etc.; butῥοός Hp.Mul.2.181
, Dsc.1.108; dat. ῥοΐ interpol. in Dorio ap. Ath.7.309f:—sumach, Rhus coriaria, Dsc. l.c.2 its fruit, Sol.41, Antiph.142.2, Alex.127.6, PCair.Zen.83.4, 702.29 (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741
;ῥ. ἐρυθρός Hp.Mul.1.31
, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning,ῥ. βυρσοδεψική Hp.Mul.1.78
;σκυτοδεψικός Ruf.
ap. Orib.8.24.3.II v. ῥόον. -
106 ἐρυθαίνομαι
ἐρυθαίνομαι ( ἐρυθρός): only ipf., was reddened, Il. 10.484, Il. 21.21. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐρυθαίνομαι
-
107 οἶνος
οἶνος ( ϝοῖνος, cf. vinum): wine. It was regularly mixed with water before drinking, see κρητήρ, ἀμφιφορεύς, ἀσκός, πίθος, πρόχοος, νέμειν. Epithets, αἶθοψ, ἐρυθρός, μελιηδής, μελί- φρων, ἡδύς, ἡδύποτος, εὐήνωρ. γερούσιος οἶνος, typical of the dignity of the council of elders. Places famed for the quality of wine produced were Epidaurus, Phrygia, Pedasus, Arne, Histiaea, Lemnos, Thrace, Pramne, and the land of the Ciconians.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἶνος
-
108 ἔαρ 1
ἔαρ 1., - ροςGrammatical information: n.Meaning: `blood', metaph. `sap' (Call.; acc to H. Cyprian).Compounds: As 1. member in εἰαροπότης αἱμοπότης, ψυχοπότης H.; εἰαροπῶτις acc. to schol. T v. l. for ἠεροφοῖτις ( Έρινύς) Τ 87 (Fraenkel Nom. ag. 1, 114 m. n. 1).Derivatives: NoneOrigin: IE [Indo-European] [343] *h₁esh₂-r̥ `blood'Etymology: Old word for blood: Hitt. ešḫar, gen. eš(ḫa)naš, Skt. ásr̥k, gen. asnáḥ, Lat. aser (Gloss., Paul. Fest.; form uncertain), Toch. AB ysār, B yasar, Latv. asins; extended form in Arm. ar-iwn (Kortlandt, Armeniaca 2003, 131f.. \< * esar). The original r-n-stem is maintained in Hitt. and Skt. - The vowellength will be due to metrical lengthening (old, Schulze Q. 165f.). - As in Greek by αἷμα (s. d.) the word was replaced in Latin and Sanskrit ( sanguis, rudhirám cf. on ἐρυθρός).Page in Frisk: 1,432Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔαρ 1
-
109 ἐρυσί̄βη
ἐρυσί̄βηGrammatical information: f.Meaning: `rust in plants' (Pl., X., Arist.; ī Orph. L. 600).Derivatives: ἐρυσιβώδης `eaten by rust' (Arist., Thphr.), ἐρυσίβιος surname of Apollon in Rhodos (Str.). Denomin. verbs ἐρυσιβάω, - όομαι `suffer from rust', also factitive - όω (Thphr.). - There is an epithet of Apollo Ερυθῑ́βιος (Str. 13,1,64, v.l. Ε᾽ρεθίβιος; with ἐρεᾳζω), Ε᾽ρεθῑ́μιος, Ε᾽ρεδῑ́μιος (inscr, Rhodes), Ε᾽ρεθυμιάζω (Lyc. inscr.); further ἐρυσῑ́βη epith. of Demeter (Et. Gud.210, 25); Str. 13,1,64 says: ΡΏόδιοι δε Ε᾽ρυθιβίου Α᾽πόλλωνος ἔχουσι ἐν τῃ χώρᾳ ἱερὸν, την ἐρυσίβην καλοῦντες ἐρυθίβην. S. below.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular word with β-suffix (Chantraine Formation 260ff.). The stem ἐρυσι- also in ἐρυσίπελας (s. v.) and in the plant-name ἐρυσί-σκηπτρον (Thphr., Dsc.); it recalls the verbal 1. members of the type τερψίμβροτος (Schwyzer 443); but they have also been considered as old s-enlargements of the word for `red' (s. ἐρυθρός, ἐρεύθω), seen also in Lat. russus, Lith. raũsvas `red', OCS rusъ `reddish blond', Germ., e. g. OHG rost ` Rost', Khotansac. rrusta `red' a. o.; IE * reudh-s- ( roudh-s-, rudh-s-) to the s-stem in ἔρευθος? - Furnée 214, 255f. rightly saw that this is a Pre-Greek word; note the variations dental (θ, δ)\/s and β\/μ (Furnée 248-263 and 203-221). Also the long ι is typical for Pre-Greek word-formation (Beekes, Pre-Greek suffixes: -ῑβ-, -ῑγ-, -ῑδ-, ῑθ-. -ῑκ-, -ῑν-). The word will have been influenced by Gr. ἐρυθ-.Page in Frisk: 1,569-570Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρυσί̄βη
-
110 κίρα
Grammatical information: ?Other forms: κίραφος ἀλώπηξ H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: As "the red" to κιρρός `πυρρός, ἐρυθρός, ξανθός' (s. v.), poss. from κίδαφος adapted. Frisk IF 49, 98f. (also on the formation); older ideas ibd. and in Bq. κιρα extended by animal-suffix - φος.Page in Frisk: 1,857Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίρα
-
111 θάλασσα
θάλασσα, ης, ἡ (Hom.+)① seaⓐ gener. (Hom. et al.) Mk 9:42; 11:23; Lk 17:2, 6; θαλάσσης καὶ σάλου 21:25 (σάλῳ θαλασσῶν PsSol 6:3); Rv 8:8f; 1 Cl 33:3. W. γῆ (Epict. 3, 26, 1; Michel 521, 10; SIG 4, 260b: index IV; PsSol 2:26, 29; Philo; Jos., Ant. 1, 282) Rv 7:1–3 (cp. Artem. 1, 2 p. 6, 8–10 [=Pack p. 7, 11–13] ἡλίου δὲ καὶ σελήνης καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων ἀφανισμὸν ἢ τελείαν ἔκλειψιν γῆς τε καὶ θαλάσσης).—W. ἡ ξηρά, the dry land Mt 23:15 (Jon 1:9; En 97:7). W. γῆ and οὐρανός to denote the whole universe (Ex 20:11; Hg 2:6, 21; Ps 145:6; Jos., Ant. 4, 40, C. Ap. 2, 121; Ar. 1, 1al.) Ac 4:24; 14:15; Rv 5:13; 10:6; 14:7; 21:1. W. γῆ and ἀήρ PtK 2 p. 14, 17. κίνδυνοι ἐν θαλάσσῃ 2 Cor 11:26 (cp. BGU 423, 7; Jos., Vi. 14 πολλὰ κινδυνεύσας κατὰ θάλασσαν). τὴν θ. ἐργάζεσθαι have work on the sea Rv 18:17 (s. ἐργάζ. 2d and Polyaenus 6, 24 θαλασσουργέω of a fisher). The sand of the seashore as symbol of numberlessness Ro 9:27 (Is 10:22); Hb 11:12 (Gen 22:17). Waves of the sea Js 1:6; Jd 13. τὸ πέλαγος τῆς θ. the high seas Mt 18:6 (cp. Apollon. Rhod. 2, 608); ἡ ἄπειρος θ. 1 Cl 20:6.ⓑ of specific seasα. of the Red Sea ἡ ἐρυθρὰ θ. (s. ἐρυθρός) Ac 7:36; Hb 11:29. Without adj., but w. ref. to the same sea 1 Cor 10:1f (s. FDölger, Antike u. Christent. II ’31, 63–79; Just., D. 131, 3 al.).β. of the Mediterranean Sea (Hdt. et al.) Ac 10:6, 32; 17:14; 27:30, 38, 40; AcPl Ha 3, 6; 33; 7, 27; 34 (Just., D. 3, 1 al.)② lake (a Semitic usage, s. the expl. in Aristot., Meteor. 1, 13 p. 351a, 8 ἡ ὑπὸ τὸν Καύκασον λίμνη ἣν καλοῦσιν οἱ ἐκεῖ θάλατταν; cp. Num 34:11) of Lake Gennesaret ἡ θ. τῆς Γαλιλαίας the Lake (or Sea; OED s.v. ‘sea’, I 3) of Galilee Mt 4:18; 15:29; Mk 1:16; 7:31. For the same lake ἡ θ. τῆς Τιβεριάδος J 21:1. Both together 6:1 ἡ θ. τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος the Galilean Lake of Tiberias. Simply θάλασσα Mt 8:24 (Jesus addressed as κύριος vs. 25; cp. IAndrosIsis, Kyme 39: Isis is κυρία τῆς θ.; also IMaronIsis 39); 13:1; 14:24ff (on walking on the θ. cp. Dio Chrys. 3, 30); Mk 2:13; 3:7 al. RKratz, Rettungswunder ’79; EStruthersMalbon, The Jesus of Mark and the Sea of Galilee: JBL 103, ’84, 363–77.—B. 36. DELG. M-M. EDNT. TW.
См. также в других словарях:
ἐρυθρός — red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρυθρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ερυθρός γίγαντας — (Αστρον.). Γίγαντας αστέρας με επιφανειακή θερμοκρασία 2000 3000°Κ και διάμετρο 10 100 φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Οι ε.γ. πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες φάσεις της εξέλιξης ενός φυσιολογικού αστέρα, όταν πια έχει καταναλωθεί το … Dictionary of Greek
Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ή, ό 1. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, αλλ. κόκκινος. 2. το ουδ. ως ουσ., ερυθρό το κόκκινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός … Dictionary of Greek
Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… … Dictionary of Greek
ἐρυθρά — ἐρυθρός red neut nom/voc/acc pl ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc/acc dual ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)