Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐρυσίβιος

См. также в других словарях:

  • ερυσίβιος — ἐρυσίβιος, ὁ (Α) [ερυσίβη] (επίθ. τού Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη …   Dictionary of Greek

  • Robigus — Die bald männlich gedachte Gottheit Robigus bzw. Rubigus (lat.: Rōbīgus oder Rūbīgus) rsp. bald weiblich gedachte Gottheit Robigo bzw. Rubigo (lat.: Rōbīgo oder Rūbīgo) ist eine der zahlreichen Gottheiten der römischen Mythologie (die Ερυσιβίη… …   Deutsch Wikipedia

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ερυθίβιος — ο βλ. ερυσίβιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»