-
1 Χιμαίρα
-
2 Χιμαίρᾳ
-
3 χιμαίρα
-
4 χιμαίρᾳ
-
5 Χίμαιρα
Χίμαιραshe-goat: fem nom /voc sg -
6 χίμαιρα
χίμαιραshe-goat: fem nom /voc sg -
7 Χίμαιρα
Χῐμαιρα a monster slain by Bellerophon.1Χίμαιραν πῦρ πνέοισαν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90
-
8 χίμαιρα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χίμαιρα
-
9 Χίμαιρα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Χίμαιρα
-
10 χίμαιρα
A she-goat, Il.6.181, Hes.Th. 322, PCair.Zen.576.3 (iii B. C.); sacrificed before battle to Ἄρτεμις Ἀγροτέρα, A.Ag. 232 (lyr.), X.An.3.2.12, HG4.2.20, Lac.13.8; ; a young she-goat (cf. χίμαρος), Arist.HA 523a1;χ. ἐξ αἰγῶν
kid, Le.4.28,29.II Χίμαιρα, ἡ, Chimaera, a fire-breathing monster, Il.6.179, cf. 16.328; Hes.Th. 319, etc.;χ. πύρπνοος Anaxil.22.3
(troch.), Epinic.2.10.2 expld. as mythical for a volcano in Lycia, Str.14.3.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χίμαιρα
-
11 χίμαιρα
-ας ἡ N 1 3-0-0-0-0=3 Lv 4,28.29; 5,6 -
12 Χιμαίρας
Χιμαίρᾱς, Χίμαιραshe-goat: fem acc plΧιμαίρᾱς, Χίμαιραshe-goat: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 χιμαίρας
χιμαίρᾱς, χίμαιραshe-goat: fem acc plχιμαίρᾱς, χίμαιραshe-goat: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 Χιμαίραι
Χιμαίρᾱͅ, Χίμαιραshe-goat: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 χιμαίραι
χιμαίρᾱͅ, χίμαιραshe-goat: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 Χιμαίραις
Χίμαιραshe-goat: fem dat pl -
17 Χιμαίρης
Χίμαιραshe-goat: fem gen sg (epic ionic) -
18 Χίμαιραι
Χίμαιραshe-goat: fem nom /voc pl -
19 Χίμαιραν
Χίμαιραshe-goat: fem acc sg -
20 χιμαίραις
χίμαιραshe-goat: fem dat pl
См. также в других словарях:
Χιμαίρᾳ — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμαίρᾳ — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίμαιρα — she goat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… … Dictionary of Greek
χίμαιρα — η 1. ως κύρ. όν., μυθικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα γίδας και ουρά δράκοντα. 2. ονειροπόλημα, απραγματοποίητος πόθος: Τα όνειρά του ήταν μια χίμαιρα. 3. είδος ψαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χιμαίρας — Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem acc pl Χιμαίρᾱς , Χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμαίρας — χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem acc pl χιμαίρᾱς , χίμαιρα she goat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Химера — (Χίμαιρα, Chimaera): 1) в греческой мифологии чудовище, имевшее голову и шею льва, туловище козы (χίμαιρα коза) и хвост дракона и изрыгавшее из пасти огонь; по Гезиоду, у X., соответственно трем животным породам, из которых состояло ее тело, были … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χιμαίραι — Χιμαίρᾱͅ , Χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιμαίραι — χιμαίρᾱͅ , χίμαιρα she goat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)