Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμφιφορεύς

См. также в других словарях:

  • αμφιφορεύς — ἀμφιφορεύς ( έως), ο (Α) λ τής Μυκηναϊκής (a pi po re me) που δηλώνει τον αμφορέα βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιφορεύς — large jar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορεῖς — ἀμφιφορεύς large jar masc acc pl ἀμφιφορεύς large jar masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορῆ — ἀμφιφορεύς large jar masc nom/voc/acc dual ἀμφιφορεύς large jar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορέων — ἀμφιφορεύς large jar masc gen pl ἀμφιφορέω̆ν , ἀμφιφορεύς large jar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορεῖ — ἀμφιφορεύς large jar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορεῦσι — ἀμφιφορεύς large jar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορεῦσιν — ἀμφιφορεύς large jar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορῆα — ἀμφιφορεύς large jar masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορῆας — ἀμφιφορεύς large jar masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιφορῆες — ἀμφιφορεύς large jar masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»