-
1 αμφιφορεύς
-
2 ἀμφιφορεύς
-
3 ἀμφιφορεύς
A large jar or pitcher with two handles, of gold, Il.23.92, Od.24.74; of stone, 13.105; for wine, 2.290, etc.; for oil, Simon.155.4: used as cinerary urn, Il. l.c.II = μετρητής, Theopomp.Hist.374. (The later form was ἀμφορεύς, q.v.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιφορεύς
-
4 ἀμφιφορεύς
ἀμφι-φορεύς, ῆος ( φέρω); for ἀμφορεύς: two-handled vase or jar for wine; also used as urn for ashes of the dead, Od. 24.74. (See cuts 6 and 7.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφιφορεύς
-
5 αμφιφορή
-
6 ἀμφιφορῆ
-
7 αμφιφορείς
-
8 ἀμφιφορεῖς
-
9 αμφιφορέων
-
10 ἀμφιφορέων
-
11 αμφιφορέως
ἀμφιφορέω̆ς, ἀμφιφορεύςlarge jar: masc gen sgἀμφιφορεύςlarge jar: masc nom sg (epic ionic) -
12 ἀμφιφορέως
ἀμφιφορέω̆ς, ἀμφιφορεύςlarge jar: masc gen sgἀμφιφορεύςlarge jar: masc nom sg (epic ionic) -
13 αμφιφορήα
-
14 ἀμφιφορῆα
-
15 αμφιφορήας
-
16 ἀμφιφορῆας
-
17 αμφιφορήες
-
18 ἀμφιφορῆες
-
19 αμφιφορήος
-
20 ἀμφιφορῆος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμφιφορεύς — ἀμφιφορεύς ( έως), ο (Α) λ τής Μυκηναϊκής (a pi po re me) που δηλώνει τον αμφορέα βλ. λ … Dictionary of Greek
ἀμφιφορεύς — large jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορεῖς — ἀμφιφορεύς large jar masc acc pl ἀμφιφορεύς large jar masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορῆ — ἀμφιφορεύς large jar masc nom/voc/acc dual ἀμφιφορεύς large jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορέων — ἀμφιφορεύς large jar masc gen pl ἀμφιφορέω̆ν , ἀμφιφορεύς large jar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορεῖ — ἀμφιφορεύς large jar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορεῦσι — ἀμφιφορεύς large jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορεῦσιν — ἀμφιφορεύς large jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορῆα — ἀμφιφορεύς large jar masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορῆας — ἀμφιφορεύς large jar masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφορῆες — ἀμφιφορεύς large jar masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)