Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν-όρχ-ης

См. также в других словарях:

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ОРХОМЕН —    • Orchomĕnus,          Όρχομενός,          Ι.          Личное имя:        1. сын Ликаона, основатель аркадского О. и Мефидриона;        2. сын Афаманта и Фемисто, см. Themisto, Фемисто, 2;        3. сын Зевса или Этеокла и Гесионы, дочери… …   Реальный словарь классических древностей

  • Orchester, das — Das Orchếster, (sprich Orkester,) des s, plur. ut nom. sing. der abgetheilte Ort in Schauspielen, Opern und Concerten, wo sich die Musikanten befinden, und die sämmtlichen in einem solchen Stücke spielenden Musikanten. Es ist aus dem Griech.… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

  • κροτησμός — κροτησμός, ὁ (Α) κρότος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτώ + επίθημα ησμός (πρβλ. ορχ ησμός, χρ ησμός)] …   Dictionary of Greek

  • μελεδηθμός — μελεδηθμός, ὁ (Α) άσκηση, εξάσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

  • πλόκαμος — ο, ΝΜΑ, και πλοκαμός, Ν 1. πλέγμα από τις τρίχες τής κόμης σε επίμηκες σχήμα, πλεξούδα 2. φρ. «Πλόκαμος τής Βερενίκης» αστερισμός γνωστός και ως Κόμη τής Βερενίκης νεοελλ. μσν. 1. ζωολ. επίμηκες όργανο, συνήθως χωρίς σκελετικό, αλλά με μυϊκό… …   Dictionary of Greek

  • πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με …   Dictionary of Greek

  • ρόβιλλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βασιλίσκος ὄρνις». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ιλος (με εκφραστικό διπλασιασμό), το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα πτηνών (πρβλ. ορχ ίλος, τροχ ίλος, φρυγ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το… …   Dictionary of Greek

  • σποργίλος — ὁ, Α είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ ίλος / σπέργ ουλος συνδέονται με τ. τής Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό… …   Dictionary of Greek

  • συγκροτησμός — ὁ, Μ το να χτυπά κανείς τα χέρια του, το ένα με το άλλο ως ένδειξη επαίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκροτῶ + κατάλ. (η)σμός (πρβλ. ὀρχ ησμός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»