-
121 μεθήκω
-
122 μεταποίνιος
μεταποίνιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποίνιος
-
123 μετέκκλιτος
A f.l. for μετ' ἔκκλητον in Lyd. Mag.2.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέκκλιτος
-
124 μετέρχομαι
μετέρχομαι, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] πεδέρχομαι, Pi.N.7.74, Theoc.29.25: [tense] fut.Aμετελεύσομαι Il.6.280
(in [dialect] Att. the [tense] impf. and [tense] fut. are borrowed from μέτειμι, q. v.):— come or go among, c. dat. pl., Od.1.134, 6.222: freq. abs. in part., μετελθών if he came among them, Il.4.539, etc.; of a leader, στίχας.. Ἄρης ὄτρυνε μετελθών having gone between the ranks, 5.461, cf. 13.351.2 go among with hostile purpose, attack,λέων ἀγέληφι μετελθών 16.487
: with a double construction,βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν ἠὲ μετ' ἀγροτέρας ἐλάφους Od.6.132
.II go to another place,πόλινδε μετέρχεο Il.6.86
;μ. εἰς τὸ ἱερόν D.Ep.2.20
; εἰς θεοὺς μ., i.e. die, OGI56.55 (Canopus, iii B.C.); migrate, change one's abode, Hp.Aër.18, PRev.Laws44.11 (iii B.C.); of a slave, to be transferred, PCair.Zen.355.51 (iii B.C.).IV go to seek, go in quest of, c. acc. pers.,Πάριν μετελεύσομαι Il.6.280
, cf. Archil.44, etc.: also c. acc. rei, πατρὸς κλέος εὐρὺ μετέρχομαι I go to seek tidings of my father, Od.3.83: generally, seek, E.El. 582, etc.;τὴν ἐλευθερίαν Th. 1.124
;ἀσκήσει τὸ ἀνδρεῖον μ. Id.2.39
;τὸ πάγχρυσον δέρας Πελίᾳ μ. E.Med.6
;ἰατρόν τινι μ. Ar.Ec. 363
.2 in hostile sense, pursue, Il.5.456, 21.422: metaph.,Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον Hdt.3.126
;ἡ Πυθίη μ. αὐτὸν τοισίδε τοῖσι ἔπεσι Id.6.86
.γ; Προμηθέα κλοπῆς δίκη μετῆλθεν Pl.Prt. 322a
; in legal sense, prosecute,μ. φονέα Antipho 1.10
; punish,τινὰς ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις μ. Lycurg.116
: c. acc. rei, seek to avenge,ὑβρισθέντας γάμους E.IT14
: c. dupl. acc. pers. et rei, visit a crime upon..,μ. ἁρπαγὰς Ἑλένης Ἰλίου πόλιν Id.Cyc. 280
, cf. Or. 423; : later c. gen., J.AJ1.4.2, Longus 1.12.3 of things, go after, attend to,ἔργα μετερχόμενος Od.16.314
;μετέρχεο ἔργα γάμοιο Il.5.429
; prosecute, pursue a business, ;τὰ ἐγκλήματα Th.1.34
; , etc.; μ. ἄλλων πημάτων κακὰς ὁδούς narrate them, E. Ion 930;μ. ἴχνος Pl.Tht. 187e
.4 claim at law, προῖκα ὀφείλεσθαι Mitteis Chr.88.20 (ii A.D.); οἱ μετερχόμενοι the claimants, PGnom.35 (ii A.D.).5 approach with prayer or sacrifice,θεὸν εὐχαῖσιν E.Ba. 713
; : with inf. added, ἐγώ σε μ. τῶν θεῶν εἰπεῖν τὠληθές I beseech you by the gods to speak the truth, Id.6.68, cf. 69;πὲρρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι ὀμνάσθην Theoc.29.25
.6 court, woo a woman, Pi.I.7(6).7.2 of honours, pass, descend,εἰς τοὺς παῖδάς τινος IG12(9).906.20
(Chalcis, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέρχομαι
-
125 μετέωρος
A raised from off the ground,τάφον ἑωυτῇ κατεσκευάσατο μ. Hdt.1.187
;σκέλεα δὲ.. κατακρέμαται μ. Id.4.72
;μ. ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας X.An.1.5.8
; πῆχυς μ. an arm hanging (without support from a bandage), Hp.Fract.7; μ. αἰωρηθῆναι, of a man, Id.Art.70: freq. of anatomical structures, unsupported, Gal.2.469, al.; τὰ μ. οἰκήματα, opp. τὰ ὑπόγαια, Hdt.2.148; -ότερος.. τῶν σαύρων raised higher than.., above.., of the chamaeleon, Arist.HA 503a21; of high ground,τῶν χωρίωντὰ-ότατα Th.4.32
; ἀπὸ τοῦ μ. ib. 128, cf. D.55.29 ([comp] Comp.); χωρία νέμεσθαι -ότερα, opp. ἑλώδη, Arist.HA 596b4;τὰ -ότατα μέρη Protagorid.4
; κατὰ τὸ μ. τοῦ ποταμοῦ as one looks up the river, Paus.8.30.2.2 on the surface,ἀπὸ τοῦ -οτάτου IG22.1668.8
: hence, prominent, of eyes, X.Cyn.4.1; of roots, running along the ground, opp. βαθύρριζος, Thphr.HP3.10.3, CP1.3.4, 5.9.8; ἀλγήματα μ. superficial pains, Hp.Aph.6.7;τομαί Id.Loc.Hom.13
; πνεῦμα μ. shallow, not deep, Id.Epid.3.1.ζ, Gal.7.946; - ότερον ἄσθμα more rapid breathing, Phld.Ir.p.27 W.; also μ. ὀχετοί open, surface drains, Arist.Ath.50.2, OGl483.62 (Pergam., ii B.C.).II = μετάρσιος, in mid-air, high in air,ἀνακινῆσαί τινα μ. Hdt.4.94
;ἆραί τινα μ. Ar.Eq. 1362
;μ. αἴρεσθαι Id. Pax80
; Ἀήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μ. poised on high, Id.Nu. 264;ἀφικνεῖ μ. ὑπ' αὔρας Cratin. 207
; τὰ μ. χωρία the regions of air, Ar.Av. 818, cf. 690; κρεμασθεὶς καὶ βλέπων μ. looking into mid-air, Pl.Tht. 175d; of birds,μ. ἀεὶ μένειν ἀδύνατον Arist.IA 714a21
; of fish,μ. πέτεσθαι Id.HA 535b28
; μ. νεῖν swim near the surface, ib. 602b22; τὰ μ. things in the heaven above, astronomical phenomena, Hp.VM1; οὐ γὰρ ἄν ποτε ἐξηῦρον ὀρθῶς τὰ μ. πράγματα, says Socrates, Ar.Nu. 228, cf. 1284; τὰ μ. φροντιστής, of Socrates, Pl.Ap. 18b;ἀλαζονεύεται περὶ τῶν μ. Eup.146b
;τὰ μ. καὶ τὰ ὑπὸ γῆς Pl.Ap. 23d
, cf. Epicur.Ep.1p.27U., etc.: [comp] Comp., οἶσθα -ότερόν τι τῶν θεῶν; X.Smp.6.7. Adv. -ως Philostr.VA4.21.2 on the high sea, of ships,καθορῶσι τὰς.. ναῦς μ. Th.1.48
;αἱ δὲ μ. ὥρμουν Id.4.26
;μίαν ναῦν ἀπολλύασι μ. Id.8.10
; of persons,ὅσοι μὴ μ. ἑάλωσαν Id.7.71
;μ. πλεῖν Str.2.3.4
.3 of a horse, high-stepping,πομπικῷ καὶ μ. καὶ λαμπρῷ ἵππῳ X.Eq.11.1
.4 generally, unsettled, fermenting, undigested,μ. καὶ ἄπεπτα καὶ ἄκρητα Hp.VM19
; inflated,ὑποχόνδρια Id.Aph.4.73
.III metaph., of the mind, buoyed up, in suspense,Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν Th.2.8
;μετεώρῳ <τῇ> πόλει κινδυνεύειν Id.6.10
;μ. ταῖς διανοίαις Plb.3.107.6
, etc.; μ. ταῖς ἐπιβολαῖς ἐπὶ πόλεμον eager for.., Id.5.101.2;πρὸς ἐλπίδας Id.5.62.1
; ἐπί τινος or τινι, Luc.Dem.Enc.28, Merc.Cond.15;μ. πορεύῃ εἰς Ἀθήνας Arr.Epict.3.24.75
, cf. Jul.Or.3.122d; haughty, puffed up, Plb.3.82.2, LXX 2 Ki.22.28;γαῦρος καὶ μ. Luc.Nigr.5
; μετέωρε 'proud one', AP5.20 (Rufin.); of style, inflated, opp. ὑψηλός (sublime), Longin.3.2: also in good sense, τὸ μ. καὶ πομπικόν (cf. 11.3) elevation of style, D.H.Is.19.2 of conditions, uncertain,τῶν πραγμάτων ὄντων μ. D.19.122
;ὁπηνίκα ἂν τὰ τῆς βασιλείας μ. ᾖ Hdn. 2.12.4
; unsettled,χρόνος μ. καὶ κινδυνώδης Heph.Astr.2.28
, cf. 33. Adv. - ρως, ἔχειν Plu.Cim.13
.3 of contracts, transactions, suits, etc., in suspense, pending,δικαστήριον τὸ διαλῦσον τὰ μ. συμβόλαια Supp.Epigr.1.363.9
(Samos, iii B.C.);μ. οἰκονομίαι POxy.238.1
(i A.D.), cf.PFay.116.12 (ii A.D.); ; μετέωρα, τά, unfinished business, PRyl.144.10 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέωρος
-
126 μισόδικος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισόδικος
-
127 παλαίφατος
I spoken long ago,ἦ μάλα δή με π. θέσφαθ' ἱκάνει Od.9.507
, cf. Pi.O.2.40, S.OC 454; π. λόγος, ἀραί, A.Ag. 750 (lyr.), Th. 766 (lyr.).II spoken of long ago, legendary, δρῦς π. an oak of ancient story, Od.19.163 (vv. ll. παλαίφαγος, παλαίφυτος, cf. Hsch.).2 of ancient fame, made known or declared of old,γενεά Pi.N.6.31
; (lyr.); (lyr.); ; Ἀχάρναι δὲ παλαίφατον εὐάνορες Acharnae was brave of old time, Pi.N.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαίφατος
-
128 πατροκτόνος
πατρο-κτόνος, ον,A murdering one's father, parricidal, A.Th. 752 (lyr.), etc.; π. δίκη trial for parricide, S.Fr. 696; π. μίασμα the foul slayer of my father, A. Ch. 1028 : also in later Prose, Ph.2.73, Porph.Abst. 3.19.II χεὶρ π. a father's murdering hand, E.IT 1083.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατροκτόνος
См. также в других словарях:
Δίκη — custom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — custom fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκῃ — Δίκη custom fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκῃ — δίκη custom fem dat sg (attic epic ionic) δικεῖν throw aor subj mp 2nd sg δικεῖν throw aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δίκη — η 1. η δικαστική υπόθεση: Θα περάσω από δίκη αύριο. 2. δίκαιη τιμωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αικίας δίκη — Κατά την αρχαιότητα, ειδική δίκη του αττικού δικαίου, για την περίπτωση σωματικής κάκωσης με πρόθεση να ταπεινωθεί ο κακοποιούμενος. Ο παθών είχε δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από την Ηλιαία, και από την έγκλησή του δεν χωρούσε παραίτηση … Dictionary of Greek
όνου σκιάς δίκη — Περίφημη παροιμιώδης φράση των αρχαίων Ελλήνων, που λέγεται για όσους φιλονικούν ανόητα. Η φράση αναφέρεται στον ακόλουθο μύθο: Ένας Αθηναίος έμπορος νοίκιασε έναν γάιδαρο και ξεκίνησε για τα Μέγαρα. Επειδή κουράστηκε στη διαδρομή, θέλησε να… … Dictionary of Greek
ДИКА, ДИКЭ — •Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым… … Реальный словарь классических древностей
Дика — • Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым она восседает вместе (πάρεδρος).… … Реальный словарь классических древностей
δίκηι — δίκῃ , δίκη custom fem dat sg (attic epic ionic) δίκῃ , δικεῖν throw aor subj mp 2nd sg δίκῃ , δικεῖν throw aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)