Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμ-πι-πά-σκομαι

См. также в других словарях:

  • ρύσκομαι — Α παρλλ. τ. τού ῥύομαι («ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» + επίθημα σκω / σκομαι (πρβλ. βιώ σκομαι)] …   Dictionary of Greek

  • τανύσκομαι — Μ πιθ. βρίσκομαι σε ένταση, ιδίως ψυχική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού τάνυμαι «τεντώνομαι», με επίθημα σκω, σκομαι (πρβλ. διδά σκομαι)] …   Dictionary of Greek

  • τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… …   Dictionary of Greek

  • ιλάειρα — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Λεύκιππου, γιου του βασιλιά της Μεσσήνης Περιήρους, και της Φιλοδίκης, κόρης του Ινάχου, βασιλιά του Άργους. Η Ι. και η αδελφή της Φοίβη, επρόκειτο να παντρευτούν τους Αφαρίδες Ίδα και Λυγκέα. Όταν όμως τις… …   Dictionary of Greek

  • ιλάς — ἱλάς, ᾱντος, ὁ (Α) ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἱλάεις < θ. ἱλα τού ρ. ἱλά σκομαι + κατάλ. εις, (πρβλ. σκι άεις)] …   Dictionary of Greek

  • ιλασία — ἱλασία, ἡ (Α) ο ιλασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα (τού ρ. ἱλά σκομαι) + κατάλ. σια (πρβλ. σημα σία)] …   Dictionary of Greek

  • ιλατεύω — ἱλατεύω (Μ) ελεώ, ευσπλαγχνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα (τού ρ. ἱλά σκομαι) + τεύω πιθ. κατά το ἱερα τεύω] …   Dictionary of Greek

  • μαδάσκομαι — (Μ) (για πληγή) είμαι υγρός, πυώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδα (βλ. μαδῶ) + επίθημα σκομαι δηλωτικό ρ. που σημαίνουν αρχή πράξης ή κατάστασης] …   Dictionary of Greek

  • πιπράσκομαι — πιπρά̱σκομαι , πιπράσκω export for sale pres ind mp 1st sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dek̂-1 —     dek̂ 1     English meaning: to take, *offer a sacrifice, observe a custom     Deutsche Übersetzung: “nehmen, aufnehmen”, daher “begrũßen, Ehre erweisen”. Aus the meaning “annehmen, gern aufnehmen” fließt die meaning “gut passend, geeignet,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • sel-6, selǝ- : slā- —     sel 6, selǝ : slā     English meaning: lucky, luck     Deutsche Übersetzung: “gũnstig, guter Stimmung; begũtigen”     Material: Lat. sōlor, üri “ comfort, lindern, beschwichtigen”; O.Ir. slün “heil; fit, healthy”; Gmc. *sēl in Goth. sēls… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»