-
21 ακοπος
21) неутомительный(περίπατοι, ὄχησις Plat.; τὸ ἑστάναι Arst.)
2) нетряский(ἵππος Xen.)
3) неутомимый Plat.ἄκοποι (v. l. к ἀκάματοι) μῆνες Soph. — неутомимо следующие друг за другом месяцы
4) не подвергшийся порче, неповрежденный(ὅ σῖτος ἐαθεὴς ἐν τῷ ψύχει Arst.)
-
22 ακοσταω
-
23 αλινδεομαι
ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι1) валяться, кататься по земле(ἀλινδούμενος ἵππος Plut.)
2) странствовать, скитаться(ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόνα Anth.)
-
24 αλινδομαι...
ἀλίνδομαι...ἀλινδέομαι, ἀλίνδομαι1) валяться, кататься по земле(ἀλινδούμενος ἵππος Plut.)
2) странствовать, скитаться(ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόνα Anth.)
-
25 αμιππος
-
26 αναβαινω
поэт. тж. ἀμβαίνω1) всходить, подниматься или влезатьἀ. ἐπὴ τὸν ἵππον или ἐφ΄ ἵππον Xen. — садиться на коня;2) подниматься, вздыматьсяἢν ἐπ΄ ἑκκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ ὅ ποταμός Her. — если уровень реки поднимается на 16 пехиев;
ἀναβαινόντων τῶν ἔργων Plut. — когда воздвигались строения3) всходить на ложе, ложиться в постельκαθεῦδ΄ ἀναβάς Hom. — улегшись, он уснул
4) садиться на корабльἀναβάντες ἐπέπλεον Hom. или ἔπλεον Xen. — погрузившись на судно ( или суда), они поплыли;
ἐς Τροίην ἀ. Hom. — отправляться на кораблях в Трою;ἀ. ἀπὸ Κρήτης Hom. — отплывать от (берегов) Крита5) (sc. ἐπὴ τὸ βῆμα) выступать с речьюἀ. εἰς τὸ πλῆθος Plat. — говорить публично
6) являться, приходитьἀνάβητε τούτων μάρτυρες Lys. — пусть придут свидетели этого7) отправляться (преимущ. от побережья вглубь страны)(ἐς τοὺς Βακτρίους Her.; ἐς τέν Λυκίαν Thuc.)
ἀναβεβηκότες παρά τινα Plat. — отправившиеся к кому-л.8) ступать (по чему-л.), топтать, попирать(νεκροῖς Hom.)
9) доходить, достигатьὁ ποταμὸς ἀναβαίνει ἐς τὰς ἀρούρας Her. — река залила пашни;
ἐπειδέ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Plat. — поскольку мы в своей беседе дошли до этого10) переходитьἀναβῆναι ἔς τινα Her. — (о царской власти) перейти к кому-л.
11) происходить, совершатьсяἀ. ἀπό τινος Xen. — быть последствием чего-л.;
ἢν μὲν τῇ σὺ λέγεις ἀναβαίνῃ τὰ πρήγματα Her. — если дела закончатся так, как ты говоришь;φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή Hom. — среди людей идет добрая слава (о ком-л.)12) ( о животных) покрывать(τὰς θηλέας Her.)
13) сажатьἀ. ἄνδρας ἐπὴ καμήλους Her. — (приказывать) посадить людей на верблюдов;
νὼ ἀναβησάμενοι Hom. — посадив нас обоих (на корабль) -
27 αναγωγος
-
28 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
29 αναμβατος
-
30 αναχαιτιζω
1) трясти гривой, перен. становиться на дыбы(ἵπποι ἀνεχαίτιζον Eur.; ἵππος ἀναχαιτίσας Plut.)
2) сбрасывать на землю(τινά Eur.)
3) опрокидывать, ниспровергать(ἅπαντα ἀ. καὴ διαλύειν Dem.)
4) восставать, бунтовать(δῆμος ἀναχαιτίσας Plut.)
5) сбрасывать, сваливать с себя, освобождаться(τῶν πραγμάτων Plut.)
6) удерживать, задерживать(τέν ναῦν τοῦ δρόμου Luc.)
7) преграждать(τὸν δρόμον τινός Luc.)
-
31 ανιππος
21) не конный, пеший Her., Soph., Arph.2) непроезжий для конницы (sc. χώρα Her.)3) не умеющий ездить верхом Plut. -
32 απειθης
-
33 απελαστος
-
34 απληκτος
21) нетронутый, невредимый(φροῦδοι ἄπληκτοι Eur.)
2) неприкосновенный, неуязвимый(ἀπαθές καὴ ἄ. Plut.)
3) не нуждающийся в побоях(ἵππος Plat.)
-
35 αποσειω
1) стряхивать, отбрасывать(τι Men.)
2) med. сбрасывать с себя(ὅ ἵππος ἀποσείεταί τινα Her., Xen., Plut.)
3) med. отбрасывать прочь, отгонять(λύπην Arph.; ἀχλύν τινα καὴ ζόφον Plut.; ὕπνον Luc.)
4) перен. отвергать, прогонять(τινά Luc.)
5) med. отряхиваться(ὄρνιθες ἀποσείονται Arst.)
-
36 απταιστος
-
37 αριπρεπης
21) великолепный(αἰγίς, χηλός, ὄρος, ἵππος Hom.)
2) яркий, лучезарный(ἄστρα Hom.)
3) блистательный, славный(γενέσθαι ἀριπρεπέα Τρόεσσιν Hom.; ἀνήρ Plut.)
-
38 αριστερος
31) левый(ὦμος, ἵππος Hom.; τὸ ἀριστερὸν τοῦ οὐρανοῦ Arst.)
2) роковой, зловещий(ὄρνις Hom.). - см. тж. ἀριστερά I и II
-
39 αρμα
I1) конная повозка(ὑφ΄ ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ΄ ἀρότρῳ βοῦς Pind.)
2) боевая колесница Hom., Trag., Xen., Arst., тж. священная(ἅ. ἱρὸν τοῦ Διός Her.) и (у римлян) триумфальная (ἅρματι χρήσασθαι Plut.)
3) конная запряжка(τέθριππον Pind.; τέτρωρον Eur.)
4) упряжная лошадь(ἅρματα τρέφειν Xen.; ἄρματα φυσῶντα καὴ πνέοντα Arph.)
II(τέν Ἀφροδίτην ἅ. καλοῦσιν Plut.)
-
40 αρρην
Iэп. и староатт. ἄρσην, ион. ἔρσην 2, gen. ενος1) мужского пола, мужской(θεός, ἵππος Hom.; νηδύς Eur.; ἰχθύες Arst.; ἔλαιος Soph.)
2) мужественный(τῆσδε γῆς οἰκήτορες Aesch.; φρένες Eur.)
3) мощный, сильный(κτύπος Soph.; βοή Arph.)
4) грам. мужского рода(ὀνόματα Arph.; τὰ γένη τῶν ὀνομάτων Arst.)
IIэп. и староион. ἄρσην - ενος ὅ1) мужчина Aesch., Thuc., Arst.2) самец Arst.
См. также в других словарях:
Ἵππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππος — horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… … Dictionary of Greek
δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)