-
1 ιππος
Iὅ1) (тж. ἄρσην ἵ. Hom. и ἄρρην ἵ. Arst.) конь, лошадь, жеребецτὼ ἵππω Hom. — пара лошадей, парная запряжка;
ἵπποι ἀθληταί Lys. — беговые лошади;2) pl. конная запряжка, запряженная колесница, повозка(ἵππων ἐπιβαίνειν, καθ΄ ἵππω ἅλλεσθαι, ἐξ ἵππων βαίνειν Hom.)
ἁλὸς ἵπποι Hom. = νῆες;ἵππον πιαίνει μάλιστα ὅ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμός погов. Arst. — больше всего утучняет коня хозяйский глаз;ἐς πεδίον τὸν ἵππον (sc. ἀφιέναι) погов. Luc. — пускать лошадь в поле, т.е. водить за нос, морочить;ὅ δούρειος ἵ. Arst. — деревянный, т.е. троянский конь3) дыба ( орудие пытки)(κιγκλίδες καὴ ἵπποι Plut.)
IIὅ (только pl.) всадникἵπποι τε καὴ ἀνέρες Hom. — конница и пехотаἥ1) (тж. θήλεια ἵ. Hom., Her., Arst.) кобылица Hom. etc.2) бран. распутная женщина Arst.IVἥ (только sing., собир.) конницаἵ. χιλίη Her. — тысячный отряд конницы;
ἵ. διακοσία Thuc. — конный отряд в 200 человек;ἵ. μυρία Aesch., Her. 10000 — человек конницы -
2 ίππος
ο1) конь, лошадь; 2) физ., тех лошадиная сила;δυνάμεως είκοσι ίππων — в двадцать лошадиных сил;
3) спорт. конь;§ θαλάσσιος ίππος — морской слон
-
3 ἵππος
ὁ ἵππος конь, лошадь (ср. Филипп; гиппарх начальник кавалерии; (г)ипподром) -
4 ἵππος
{сущ., 16}конь, лошадь.Ссылки: Иак. 3:3; Откр. 6:2, 4, 5, 8; 9:7, 9, 17; 14:20; 18:13; 19:11, 14, 18, 19, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἵππος
-
5 ίππος
{сущ., 16}конь, лошадь.Ссылки: Иак. 3:3; Откр. 6:2, 4, 5, 8; 9:7, 9, 17; 14:20; 18:13; 19:11, 14, 18, 19, 21.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ίππος
-
6 ἵππος
конь, лошадь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἵππος
-
7 ἵππος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἵππος
-
8 ιπποποταμιος
-
9 ιππας
Iἱ. στολή Her. — кавалерийская форма;
II( в Афинах) Arst.
ἱππάδα τελεῖν Isae., Plut. — платить всаднические налоги, т.е. принадлежать к сословию всадников -
10 παρηορος
-
11 σειραιος
-
12 αβατος
1) непроходимый, недоступный(ἐρημία Aesch.; Παρνησιάδες κορυφαί Eur.; ὄρος Soph.; οὔρεα Her.; ποταμός Xen.; ὁδός Plut.)
2) запретный, заповедный, священный(φυλλὰς θεοῦ Soph.; πέδον Eur.; ἱερόν Plat., Plut.)
3) неприступный, целомудренный, непорочный, чистый(ψυχή Plat., Plut.; ἥ ἔλαφος, γυνή Luc.)
4) необъезженный(ἵππος Luc.)
5) мешающий ходить, сковывающий движения(πόνος Luc.)
-
13 αβολος
-
14 αγηνωρ
1) мужественный, отважный; неукротимый(θυμός Hom., Hes.; ἵππος Pind.; μέδων στρατοῦ Aesch.)
2) великолепный, пышный(πλοῦτος, κόμπος Pind.)
-
15 αδικος
21) несправедливый, неправильно поступающий(ἔς τινα Her., тж. πρός и περί τινα Xen., Plat.)
περιπίπτειν ἀδίκοισι γνώμῃσι Her. — быть жертвой несправедливых приговоров;ἄδικα ἐργα Her. и χεῖρες ἄδικοι Xen. — обиды, насилия;ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων Xen., Dem. — прибегать к насилию первым, быть обидчиком2) неправедный, неправый, нечестный(φρόνημα Aesch.; φρένες Soph.)
πλοῦτος ἄ. Isocr. — нечестно нажитое богатство3) незаконный4) плохой, негодный(οἰκέτης, ἵππος Xen.)
5) свободный от судебных заседаний, неприсутственный (лат. nefastus)(ἡμέρα Luc.)
-
16 αδμητος
3(только f)1) неприрученный, неукрощенный(βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.)
2) девственная, незамужняя(παρθένος HH., Aesch.; Ἄρτεμις Soph.)
-
17 αθλητης
-
18 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
-
19 αιολος
1) проворный, подвижный(οἶστρος, σφῆκες, εὐλαί, ὄφις Hom.)
χορείαν αἰόλαν φθέγξασθαι Arph. — с песнями закружиться в быстром хороводе;πόδας αἰ. ἵππος Hom. — резвоногий конь2) переливчатый, пятнистый, пестрый(οστρακον HH.; δράκων Soph.)
αἰόλα σάρξ Soph. — тело, испещренное следами язв;αἰόλα νύξ Soph. — звездная ночь3) переменчивый, многообразный(ἡμέραι Arst.; ἀνθρώπων κακά Aesch.)
συρίγγων αἰόλαι ἰαχαί Eur. — переливчатые звуки сиринг4) хитроумный(ψεῦδος Pind.; μηχάνημα Σφιγγός ap. Plut.)
-
20 ακολαστος
21) недисциплинированный, разнузданный, распущенный(δῆμος Her.; ὄχλος Eur.; στράτευμα Xen.; ἀνήρ, ἵππος Plat.)
2) невоздержный, неумеренный, распутный3) ненаказанный(ἁμαρτήματα Xen.)
См. также в других словарях:
Ἵππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππος — horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… … Dictionary of Greek
δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)