Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄπταιστος

См. также в других словарях:

  • ἄπταιστος — not stumbling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπταιστος — κ. άφταιστος, η, ο (AM ἄπταιστος, ον) [πταίω] 1. αλάνθαστος, άψογος 2. αθώος νεοελλ. 1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα 2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός αρχ. 1. αυτός που δεν σκοντάφτει 2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος 3. (για δρόμο) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • άπταιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς σφάλματα, ο δίχως πταίσματα, ο άφταιγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπταιστότερον — ἄπταιστος not stumbling adverbial comp ἄπταιστος not stumbling masc acc comp sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστως — ἄπταιστος not stumbling adverbial ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπταιστον — ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστοτέρῳ — ἄπταιστος not stumbling masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστότατοι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστότεροι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστοις — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστοισι — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»