-
1 ανακυπτω
Arph. тж. ἀγκύπτω1) подниматься над поверхностью, высовываться(ἐκ τῆς θαλάσσης, μέχρι τοῦ αὐχένος Plat.)
ἀνακύψαι εἴς τι Plat. — подняться до чего-л.2) (высоко) поднимать голову(ἐλευθερωθεὴς ἀνέκυψε, sc. ὅ δῆμος Her.; πρὸς τὸν Δία Eur.; ἵππος ἀνακεκυφώς Xen.)
θεώμενός τι ἀνακύπτων Plat. — заглядевшийся на что-л. закинувши голову3) возникать, появляться, обнаруживаться(παρά τινι Arph. и ἔν τινι Plut.)
ᾔδη ὅτι ἐξ αὐτῶν καλόν τι ἀνακύψοι Plat. — я предвидел, что из этого выйдет нечто хорошее4) выходить из трудного положения, приходить в себя, оправлятьсяἀνέκυψα ἀκούσας, ὅτι … Xen. — я воспрянул духом, услышав, что …;
τὰ τῶν Καρχηδονίων ἀνέκυψε Polyb. — дела карфагенян поправились -
2 ἀνακύπτω
{с.гл., 4}подниматься, приподниматься, выпрямляться, воспрянуть (Лк. 13:11; 21:28; Ин. 8:7, 10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνακύπτω
-
3 ανακύπτω
{с.гл., 4}подниматься, приподниматься, выпрямляться, воспрянуть (Лк. 13:11; 21:28; Ин. 8:7, 10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανακύπτω
-
4 ανακύπτω
(αόρ. ανέκυψα) αμετ.1) показываться, высовываться; высовывать голову; 2) возникать, появляться, вставить; 3) оправиться, опомниться, прийти в себя -
5 ἀνακύπτω
(при)подниматься, выпрямляться, воспрянуть, восклоняться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνακύπτω
-
6 ανακύπτω
[анакипто] /?. поднимал» голову, (μτβ) ободряться. -
7 αγκυπτω
-
8 επανακυπτω
1) быть направленным вверх, подниматьсяμικρὸν ἐπανακύπτουσα ἥ λόγχη Xen. — немного приподнятое (острием) копье
2) появляться, возникать -
9 352
{с.гл., 4}подниматься, приподниматься, выпрямляться, воспрянуть (Лк. 13:11; 21:28; Ин. 8:7, 10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 352
См. также в других словарях:
ανακύπτω — ανακύπτω, ανέκυψα βλ. πίν. 11 Σημειώσεις: ανακύπτω : κυρίως στο γ πρόσ. ενικού και πληθυντικού, με την έννοια → εμφανίζεται, προκύπτει (κατά τη συζήτηση ανέκυψαν νέα προβλήματα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀνακύπτω — lift up the head pres subj act 1st sg ἀνακύπτω lift up the head pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακύπτω — (Α ἀνακύπτω) [κύπτω] 1. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 2. ακολουθώ σαν αποτέλεσμα, προκύπτω νεοελλ. συνέρχομαι από κάποια συμφορά, αναλαμβάνω, ανακτώ τις δυνάμεις μου (σωματικές ή ψυχικές) αρχ. 1. σηκώνω ψηλά ή κλίνω προς τα πίσω το κεφάλι 2 … Dictionary of Greek
ανακύπτω — ανάκυψα, ανασηκώνω το κεφάλι, αναλαμβάνω, ξεπροβάλλω: Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ανάκυψαν σοβαρά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακύπτῃ — ἀνακύπτω lift up the head pres subj mp 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head pres ind mp 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακύψει — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd sg (epic) ἀνακύπτω lift up the head fut ind mid 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακύψουσι — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd pl (epic) ἀνακύπτω lift up the head fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακύψουσιν — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd pl (epic) ἀνακύπτω lift up the head fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακύψω — ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 1st sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind act 1st sg ἀνακύπτω lift up the head aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακύψῃ — ἀνακύπτω lift up the head aor subj mid 2nd sg ἀνακύπτω lift up the head aor subj act 3rd sg ἀνακύπτω lift up the head fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακυπτόντων — ἀνακύπτω lift up the head pres part act masc/neut gen pl ἀνακύπτω lift up the head pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)