-
61 διχηλος...
-
62 διωξιππος
-
63 δορυ
δόρατος, эп.-ион. δούρατος и δουρός, поэт. δορός τό (dat. δόρατι, δούρατι, δουρί, δορί и δόρει; dual. δοῦρε; pl.: nom. δόρατα, δούρατα, δοῦρα и δόρη, gen. δοράτων и δούρων, dat. δόρασι, δούρασι и δούρεσσι)1) дерево (sc. φοίνικος ἔρνος Hom.)2) брус, балка, доска или древесина(δοῦρ΄ ἐλάτης Hom.; δούραθ΄ ἁμάξης Hes.)
κοῖλον δ. Hom. = δουράτεος ἵππος;δ. νηϊον, νήϊα δοῦρα, δοῦρα νεῶν и δοῦρα Hom. — корабельный лес3) судно, корабль(δ. γομφόδετος Aesch. и ποντοπόρον Soph.)
4) шест, древко(μείλινον Hom.; δόρατα ἐκ δέρματος τοῦ ἵππου τοῦ ποταμίου Arst.; ἀετὸς χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.)
τὸ λελογχωμένον δ. Arst. — снабженное наконечником древко5) (царский) жезл, скипетр(λαὸν εὐθύνειν δορί Eur.)
6) копье(χάλκεον Hom.; δορὸς λόγχα Eur.; μετὰ ἀσπίδος καὴ δόρατος τὰς πομπὰς ποιεῖν Thuc.)
ἐς δορὸς τάξιν μολεῖν Eur. и εἰς δ. ἀφικνεῖσθαι Xen. — перейти к бою на копьях;ἀπὸ τῶν εὐωνύμων ἐπὴ δ. Polyb. — слева направо;τέν ἐμβολέν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Polyb. — атаковать справа7) бой, сражение, тж. войнаδορὴ κτήσασθαι Hom. или ἑλεῖν Thuc. — взять с бою, захватить на войне, завоевать;
καὴ τὸ δ. καὴ τὸ κηρύκειον πέμπειν Polyb. — предложить выбор между войной и мирными переговорами8) вооруженные силы, войско(ξύμμαχον δ. Aesch.)
ἐν τροπῇ δορός Soph. — когда войску (было) нанесено поражение -
64 δουρατεος
-
65 δρομικος
-
66 δυνατος
3, Pind. 21) сильный, крепкий, мощный, могучий(χερσὴ καὴ ψυχᾷ Pind.; καὴ τοῖς σώμασι καὴ ταῖς ψυχαῖς Xen.)
2) могущественный, влиятельный(ἄνδρες Xen.; πολιτεία Arst.)
δ. χρήμασι Thuc., Plat. — богатый, состоятельный;3) умеющий, умелый, искусный, способный(ποιεῖν τι Thuc. и κατά τι Plat.)
4) годный, пригодный, удобный(ὁδὸς δυνατέ πορεύεσθαι Xen.; ἥ δυνατέ οἰκεῖσθαι χώρα Arst.)
5) хороший, исправный(ναῦς Thuc.; ἵππος Xen.; προτείχισμα Polyb.)
6) возможный(περὴ δυνατοῦ καὴ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. δυνατόν
-
67 δυσιππος
2неблагоприятный для конницыδ. χώρα Plut. или τὰ δύσιππα (χωρία) Xen., Plut. — непроезжая для конницы местность
-
68 δυσφορος
21) тяжелый, тяжеловесный, обременительный(θώρακες Xen.)
2) тягостный, невыносимый, неприятный(ἥ τῶν ἤχων σύμφυσις Arst.; μέριμναι Pind.; βίος Aesch.; ἄτα Soph.; τὰ οἰκεῖα κακά Plut.)
τὰ δύσφορα Soph. — неприятности, огорчения3) тяжелый, неповоротливый(σῶμα Plat.; ἵππος Xen.)
4) страшный, опасный, пагубный(λῆμα - v. l. γνώμη Soph.; βούλευμα Plut.)
-
69 δυσχρηστος
21) негодный, неприменимый, ненужный, бесполезный(στράτευμα Xen.; μέθοδος Arst.; ὑπ΄ ἀταξίας, sc. στρατιώτης Plut.)
2) непокорный, норовистый(ἵππος Plut.)
-
70 εγκυμων
1) беременная(ἐ. ὑπό τινος γενομένη κόρα Arst.; κύνες Xen.; βοῦς Plut.; перен. οὐ κενός, ἀλλ΄ ἐ. Plat.)
2) плодоносный(γῆ Plat.)
3) чреватый, переполненный(βίβλος κρατερῶν καμάτων Anth.)
ἐ. ἵππος τευχέων Eur. — наполненный доспехами конь, т.е. наполненный вооруженными ахейцами троянский конь -
71 εγχαλινοω
1) взнуздывать(ἵππον Babr., Plut. и τοὺς ἐλέφαντας Luc.; ἵππος ἐγκεχαλινωμένος Xen. и ἐγχαλινωθείς Plut.; о пленниках ἐγκεχαλινωμένοι τὰ στόματα Her.)
2) обуздывать, сдерживать(ὅ ἐγκεχαλινωμένος τῇ ὀλιγαρχία δῆμος Plut.)
-
72 εκτραχηλιζω
1) сбрасывать через шею, т.е. через голову2) бросать головой вниз(τινά Arph.)
; перен. приводить к гибели(τινά Luc.)
ἐ. ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν τειχῶν Plut. — бросаться головой вниз со стен;pass. — бросаться головой вниз, перен. ломать себе шею, гибнуть Dem.; ἵν΄ ἐκτραχηλισθῇ πεσών Arph. — чтобы он упал (в пропасть) и разбился насмерть -
73 ελασιππος
-
74 ελευθεριος
1) достойный быть свободным человеком, свободный, вольный, независимый2) достойный свободного гражданина, свободный, благородный(ἐπιστήμη Plat., Arst.; τέχναι, διατριβαί Plut.)
3) ( о животных) благородный(ἵππος Xen.; ζῷα ἐλευθέρια καὴ εὐγενῆ Arst.)
4) великодушный, щедрый, бескорыстный(εἰς χρήματα Xen.)
5) несущий освобождение, освобождающий, избавляющий(Ζεύς Pind., Her., Thuc., Luc.; σωτέρ καὴ ἐ. θεός Arst.)
-
75 ενοπλος
21) вооруженный, в доспехах(γενέτας Διός Soph.; κόροι Eur.; ἄνδρες Plut.)
2) наполненный вооруженными людьми(ἵππος, sc. δουράτεος Eur.)
-
76 εξαλλομαι
(fut. ἐξαλοῦμαι, aor. 1 ἐξηλάμην, aor. 2 ἐξηλόμην - эп. part. aor. ἐξάλμενος)1) выскакивать(τινος Hom., Thuc. и ἔκ τινος Arst.)
προμάχων ἐξάλμενος Hom. — выскочив и став впереди передовых бойцов;ἵν΄ ἐξήλου (v. l. ἐξήλλου и ἐνήλω) ; Soph. — куда ты метнулся?2) подпрыгивать, подскакивать(οὐκ ἔλαττον τοῦ δελφῖνος Arst.)
3) вскакивать(ἀνέκραγε καὴ ἐξήλατο Xen.)
4) соскакивать, спадать(τρόχοι ἐξαλλόμενοι Xen.; ἐξήλατο λίθος Plut.)
5) соскакивать, спрыгивать(κατὰ τοῦ τείχους Xen.)
6) взвиваться на дыбы(ὅ ἵππος ἐξήλατο Xen., Plut.)
-
77 επιγρυπος
21) слегка изогнутый(ῥίς Arst.)
πρόσωπον ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον Her. — сильно изогнутый клюв (ибиса)2) горбоносый(ἵππος, Μέλητος Plat.; βοῦς ἄγριος Arst.)
-
78 εταιρικος
-
79 ετερογλαυκος
-
80 ετερογναθος
См. также в других словарях:
Ἵππος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππος — horse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… … Dictionary of Greek
δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)