-
21 ιθυμαχος
-
22 ιππομαχος
-
23 ισομαχος
21) равный в бою, одинаково боеспособный(Xen. - v. l. ἰσόμαλος)
2) равный, одинаковый(κίνδυνος Diod.)
-
24 κλαυσιμαχος
2 -
25 κρατησιμαχος
-
26 κυπελλομαχος
-
27 λυσιμαχος
-
28 μαραθωνομαχης
-
29 μηκος
дор. μᾶχος - εος τό1) длина, протяжение(ὁδοῦ Her.; πλοῦ Thuc.)
ἐπὴ или κατὰ μ. Arst. — в длину, вдоль;τὸ μ. или (ἐς) μ. Her. — по длине, в длину2) долгота, продолжительность(χρόνου Aesch.)
μ. λόγου Aesch. и τῶν λόγων Soph. — долгая речь;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Thuc. — долго рассказывать;εἶπέ μοι, μέ μ., ἀλλὰ σύντομα Soph. — скажи мне, не распространяясь, а сжато3) досл. размеры, величина, перен. глубина (sc. τῆς χαρᾶς Soph.) -
30 μηχος
дор. μᾶχος - εος τό средство, способ(μ. τι εὑρέμεναι Hom.)
μ. κακῶν Eur. — способ помочь в несчастьях -
31 Μινυαμαχος
-
32 μονομαχος
I2(ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве(προστάται Aesch.)
μονομάχον ἐπὴ φρέν΄ ἐλθεῖν Eur. — придумать единоборство;II -
33 οπλομαχος
-
34 παμμαχος
или πάμμᾰχος 21) готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым(θράσος Aesch.)
κομιδῇ π. Plat. — абсолютно всесторонний боец2) ожесточенный(ἀγών Plut.)
-
35 πεζομαχος
(ᾰ) ὅ1) пеший боец, пехотинец(ἱππομάχοι καὴ πεζομάχοι Luc.)
2) боец сухопутной армии(ναυμάχοι καὴ πεζομάχοι Plut.)
-
36 προμαχος
I21) сражающийся впередиἈθηνᾶ Πρόμαχος Anth. — Афина-воительница;
πρόμαχον δόρυ Soph. — боевое копье2) сражающийся в защитуπ. πόλεως Aesch. — сражающийся за (родной) город
IIὅ передовой боец Plut. -
37 πρωτομαχος
-
38 πυγμαχος
-
39 πυλαιμαχος
-
40 πυριμαχος
См. также в других словарях:
Μάχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 470 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Γαστούνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού … Dictionary of Greek
-μάχος — β συνθετικό ουσιαστικών που σημαίνουν εκείνον που μάχεται, π.χ. ταυρομάχος, πυγμάχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
εύμαχος — εὔμαχος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ μαχος, ιππό μαχος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θαλασσομάχος — ο (AM θαλασσομάχος, ον) αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος νεοελλ. ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ αυτόν με σχοινιά νεοελλ. μσν. (για… … Dictionary of Greek
θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek
θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… … Dictionary of Greek
θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek