-
1 κρατησιμαχος
См. также в других словарях:
κρατησίμαχος — κρατησίμαχος, ὁ (Α) ο νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ μαχος, πολύ μαχος] … Dictionary of Greek
1 κρατησιμαχος
κρατησίμαχος — κρατησίμαχος, ὁ (Α) ο νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. θρασύ μαχος, πολύ μαχος] … Dictionary of Greek