-
1 Μινυαμαχος
См. также в других словарях:
μινυαμάχος — μινυαμάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται κατά τών Μινυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μινύαι + μάχος (< μάχομαι*)] … Dictionary of Greek
1 Μινυαμαχος
μινυαμάχος — μινυαμάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται κατά τών Μινυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μινύαι + μάχος (< μάχομαι*)] … Dictionary of Greek