Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πῠρί-μᾰχος

См. также в других словарях:

  • οξύμαχος — η, ο ανθεκτικός στη διαβρωτική επίδραση τών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πυρί μαχος] …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»