Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πεζο-μάχος

См. также в других словарях:

  • χερσομάχος — ὁ, Μ αυτός που μάχεται στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πεζο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»