Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κῠπελλο-μάχος

См. также в других словарях:

  • κυπελλομάχος — κυπελλομάχος, ον (Α) φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο μάχος, λεοντο μάχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»