Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄλλοτε

См. также в других словарях:

  • ἄλλοτε — at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • άλλοτε — επίρρ. χρον. 1. άλλη φορά, άλλη ώρα: Να μη σε βρω άλλοτε εδώ. 2. κατά τις περιστάσεις: Άλλοτε κρύος κι άλλοτε ζεστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αλληλοδανείζομαι — άλλοτε δανείζω σε κάποιον και άλλοτε δανείζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δανείζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κἄλλοτε — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοτ' — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαρναί και Αχαρνές — (άλλοτε Μενίδι). Πόλη (υψόμ. 180 μ., 75.329 κάτ.) του νομού Αττικής, έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται Δ της Αθήνας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Στον χώρο του σημερινού δήμου βρισκόταν ο ομώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοσε — ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»