-
1 πρωτο-κήριος
πρωτο-κήριος, ὁ, der zuerst auf die Wachstafel Geschriebene, primicerius, Sp.
-
2 πολυ-κήριος
πολυ-κήριος, sehr verderblich, schädlich; χρημοσύνη, Ep. ad. (App. 119); ἄτη, Nic. Ther. 798.
-
3 ἀ-κήριος
ἀ-κήριος, ohne κήρ, lebendig; Hom. zweimal, Od. 12, 98 τῇ δ' οὔ πώ ποτε ναῦται ἀκήριοι εὐχετόωνται παρφυγέειν σὺν νηί, 23, 328 Σκύλλην ϑ', ἣν οὔ πώ ποτ' ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν; – Callim. Apoll. 41; Phocyl. 99 ψυχαὶ ἀκήριοι, der Gewalt der Keren nicht unterworfen, unsterblich. Bei Nic. Th. 771 heißt der Scorpion ἀκήριος, unschädlich, wie auch H. h. Merc. 527 ῥάβδος zu nehmen; aber Hes. O. 823 sind ἡμέραι ακήριοι Tage ohne Vorbedeutung, οὔτι φέρουσαι.
-
4 ἀ-κήριος [2]
ἀ-κήριος, ohne κῆρ; Hom. sechsmal; Iliad. 11, 392 ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίϑησιν, macht leblos, tödtet; – τινὰ δέος ἴσχει ακήριον. muthlose Furcht, Iliad. 5, 812. 817. 13, 224; – βροτῶν ἕνεκα δειλῶν, οἳ ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέϑουσιν, ἄλλοτε δὲ φϑινύϑουσιν ἀκήριοι Iliad. 21, 466; – αλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ακήριοι, ἀκλεὲς αὔτως Iliad. 7, 100; – Apoll. Rhod. 2, 197 ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον, schwach.
-
5 ἐπι-κήριος
ἐπι-κήριος, = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
-
6 ἀκήριος
-
7 ἐπίκηρος
ἐπί-κηρος, u. ἐπι-κήριος, dem Verhängnisse, dem Tode ausgesetzt, sterblich, hinfällig, vergänglich; τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυςαλϑές, die Hinfälligkeit. Adv., τῆς φιλοσοφίας ἐπικήρως διακειμένης, es steht schwach mit der Philosophie -
8 πολυκήριος
πολυ-κήριος, sehr verderblich, schädlich -
9 πρωτοκήριος
πρωτο-κήριος, ὁ, der zuerst auf die Wachstafel Geschriebene, primicerius
См. также в других словарях:
πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] … Dictionary of Greek