Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὡπλίζοντο

См. также в других словарях:

  • ὡπλίζοντο — ὁπλίζω make imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισταδόν — ἐπισταδόν (Α) επίρρ. 1. παραστέκοντας άλλους που είναι αράδα, διαδοχικά («νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν» τούς επιτίμησα διαδοχικά όλους στη σειρά, Ομ. Οδ.) 2. παραστέκοντας ο ένας τον άλλο («οἱ δ’ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὡπλίζοντο» αυτοί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»