-
1 ἌΛη
ἌΛη, ἡ, das Umherschweifen, Umherirren, Hom. viermal, Od. 10, 464 ἀ. χαλεπῆς, 15, 342 ἄλης καὶ ὀιζύος, 345 ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 21, 284 ἄλη τ' ἀκομιστίη τε; – Eur. Or. 56 u. sp. D.; auch Plut. Mar. 45. Bei Soph. frg. 693 die umherschweifende Heerde; Aesch. Ag. 187 nennt Stürme δύςορμοι βροτῶν ἄλαι, die hafenlosen Irrfahrten der Menschen. Uebertr. Unruhe des Geistes, Angst, Wahnsinn, Eur. Med. 1280; Plat. Crat. 421 b; Cic. Att. X, 1 u. Sp.
-
2 ἄλη
ἄλη, das Umherschweifen, Umherirren. Die umherschweifende Herde; Stürme; übertr. Unruhe des Geistes, Angst, Wahnsinn -
3 πλάνη
πλάνη, ἡ, wie ἄλη, 1) das Irren, Herumschweifen, die Irrfahrt; πῆ μ' ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Aesch. Prom. 577. 588; τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης δεῖξον, 625, u. öfter in diesem Stück; Elmsl. Soph. O. R. 67; Her. 1, 30 u. Sp., wie Arist. eth. 1, 3; auch Abschweifung, Digression, Plat. Parm. 135 e Legg. III, 683 a. – 2) übertr., Irrthum, πλάνης καὶ ἀνοίας ἀπηλλαγμένη Plat. Phaed. 81 a, u. öfter.
-
4 χαλεπός
χαλεπός, schwer, a) lästig, drückend, auch unangenehm, widrig, schädlich, übel; Hom. κεραυνός Il. 14, 417, ἄνεμοι Od. 12, 286, ϑύελλα Il. 21, 335, δεσμός 5, 391, πόνος Od. 23, 250, γῆρας Il. 8, 103, πένϑος Od. 6, 169, ἄλγος 2, 193, ἄεϑλοι 11, 622, χαλεπώτερον ἄλλον ἄεϑλον 11, 624, ἄλη 10, 464; τὰ χαλεπά, Drangsal, Mühsal, Noth, Gefahr, Unglück; δύη Aesch. Spt. 210; χαλεποῦ γὰρ ἐκπνεύματος εἶσι χειμών Suppl. 171; Soph. Trach. 1263; μόχϑοι Eur. El. 1252; συμφορά Hipp. 767, u. öfter; καὶ ἐπίπονος Plat. Rep. II, 364 a; καὶ δεινὸν πάϑος Polit. 308 a; τιμωρία πολὺ χαλεπωτέρα Apol. 39 c; τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος, die Heftigkeit des Windes, Xen. An. 4, 5,4; χαλεπὰ ἦν πάντα Cyr. 4, 1,8; ἡ ἐςβολὴ αὕτη χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Αϑηναίοις Thuc. 3, 26; auch μῦϑοι, Od. 17, 395, u. oft ἔπεα; auch χαλεπῷ ἠνίπαπε μύϑῳ, mit hartem Schelt- oder Schmähwort, Il. 2, 245. 17, 141; so ὀνείδεα 3, 438; ὁμοκλαί Od. 17, 189; χαλεπὴ φῆμις ist üble Nachrede, böser Leumund, Od. 14, 239. 24, 201; einzeln auch bei Sp.; vom Menschen, mit dem schwer umzugehen ist, verdrießlich, unwillig, auch hart, feindlich, böse, im Ggstz von ἀγανὸς καὶ ἤπιος, Od. 2, 232. 5, 10; χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν, ἄγριοι 1, 198; 8, 575 χαλεποί τε καὶ ἄγριοι, οὐδὲ δίκαιοι; τινί, gegen Einen, ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς εἶς δμωσὶν Ὀδυσσῆος 17, 338; vgl. noch χαλεπὸς δέ τις ὤρορε δαίμων 19, 201; ϑεοῦ μῆνις Il. 5, 178, vgl. 12, 624; καὶ δύσκολος Ar. Vesp. 942; Andoc. 4, 36 sagt vom Alcibiades οὕτω χαλεπός ἐστιν, ὥςτε οὐ περὶ τῶν παρεληλυϑότων ἀδικημάτων αὐτὸν τιμωροῦνται, ἀλλ' ὑπέρ τῶν μελλόντων φοβοῦνται; so auch Plat. κριταί Critia. 107 d; Ggstz von πρᾷος, Rep. II, 375 c; ἐχϑρός Xen. An. 1, 3,12; auch von Hunden, 5, 8,24. – b) schwer, schwierig auszuführen, was mit Mühe, Anstrengung od. Gefahr für den, der es unternimmt, verbunden ist, χαλεπόν σε πάντων ἀνϑρώπων σβέσσαι μένος Il. 16, 620, vgl. Od. 20, 313. 23, 81; χαλεπὸν γάρ Il. 19, 80; χαλεπόν τοι Κρονίωνος παισὶν ἐριζέμεναι 21, 184; u. so mit dem inf. auch Od. 4, 651. 11, 156 u. sonst; χαλεπὰ ἔρις ἀντιάσαι Pind. N. 10, 72; χαλεπὸν ἔργον Ar. Lys. 1112; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός Plat. Rep. I, 328 e; χαλεπὸς προςπολεμεῖν ὁ βασιλεύς Isocr. 4, 138; ἀλλ' οὐ χαλεπόν, das ist ja nicht schwer, Plat. Parm. 126 c; χαλεπὸν ἤρου καὶ παντάπασιν ἄπορον Soph. 237 c; χαλεποὶ ξυγγενέσϑαι εἰσίν Rep. I, 330 c, vgl. Phaedr. 275 b; ο ὐκέτι χαλεπὰ εὑρεῖν Rep. III, 412 b; ἡ ἐςβολὴ χαλεπωτάτη ἐγένετο τοῖς Ἀϑηναίοις Thuc. 3, 26; χαλεπὸς τρέφειν Xen. Cyr. 1, 3,3, u. oft. – Adv. χαλεπῶς, schwer, schwierig; ἔνϑα διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον Il. 7, 424; χαλεπῶς δέ σ' ἔολπα τὸ ῥέξειν 20, 186; Hes. O. 686; – χαλεπῶς ἔχειν, sich übel befinden, ὑπὸ τραυμάτων, ὑπὸ πότου, Plat. Theaet. 142 b Conv. 176 a; schwer sein, Thuc. 3, 53 u. A.; – χαλεπῶς ἔχειν τινί, auf Einen aufgebracht, zornig sein, Xen. An. 6, 2,16. 7, 5,16, wie Plut. T. Graech. 21; ἐπί τινι, über Etwas, Dem. 20, 135 u. A.; auch ἔν τινι, Plut. Timol. 11; – χαλεπῶς φέρειν τι, Etwas übel aufnehmen, graviter ferre, Plat. Conv. 706 d Rep. I, 330 a; Thuc. 2, 16; auch χαλεπωτέρως, 2, 50. 8, 40.
-
5 ἀλιταίνω
ἀλιταίνω, praes. act. nur VLL., med. nur Hes. O. 328; acr. I. ἀλίτησεν Orph. Arg. 642 und, VLL.; Hom. nur perf. ἀλιτήμενος u. aor. 2 ἤλιτεν, ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτηται, ἀλιτέσϑαι; irren ( ἄλη), sündigen, τινά, sich gegen Jemand versündigen; Hom. Iliad. 9, 375 ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν, med. in derselben Bed., Od. 5, 108 Ἀϑηναίην ἀλίτοντο, Iliad. 19, 265 ὅ τίς σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας, Od. 4, 378 ἀϑανάτους ἀλιτέσϑαι; Iliad. 24, 570. 586 Διὸς δ' ἀλίτωμαι (ἀλίτηται) ἐφετμάς; c. dat. Od. 4, 807 οὐ μὲν γάρ τι ϑεοῖς ἀλιτήμενός ἐστιν; – Hes. Sc. 80 μέγ' ἀϑανάτους μάκαρας, denn diese Verbesserung Dorville's ist gewiß richtig für μετά; Aesch. aor. II. act. Eum. 259 Prom. 551; μηδ' ἀλίτοιμι λόγοις Theogn. 1124; sp. D. In der eigentl. Bdtg σκολιῆς ἀλίτησεν ἀταρποῦ, er irrte ab vom Pfade, Orph. a. a. O.; vgl. Call. Dian. 255.
-
6 ἀλαζὠν
ἀλαζὠν, όνος, ὁ (ἄλη, aber nicht compos. mit ζἀω, eigtl. Herumzieher, Landstreicher); dah. ( Eusth. πᾶς ὁ πλάνην ἑαυτοῦ ἀφηγούμενος) Marktschreier, Prahler, der betrügerisch aufschneidet und mehr zu wissen vorgiebt, mehr zu thun verspricht, als er wirklich weiß und thut; nach Arist. Eth. Nic. 4, 7 προςποιητικὸς τῶν ἐνδόξων καὶ μὴ ὑπαρχόντων καὶ μειζόνων ἢ ὑπάρχει, im Ggstz von εἴρων, w. m. s., u. VLL. ὑπερήφανος, κομπαστής; neben σοφιστής Plat. Eryx. 399 c; neben πονηρός Demod. 385 c.; Theophr. Char. 23; Xen. Cyr. 2, 2, 5 ὁ μὲν γὰρ ἀλαζὼν ἔμοιγε δοκεῖ ὄνομα κεῖσϑαι ἐπὶ τοῖς προςποιουμένοις καὶ πλουσιωτέροις εἶναι ἢ εἰσὶ καὶ ποιήσειν ἃ μὴ ἱκανοί εἰσιν ὑπισχνουμένοις. – Auch adj., ἡδονὴ ἁπάντων ἀλαζονέστατον Plat. Phil. 65 c (Stallb. ἀλαζονίστατον nach mss. und Eust. p. 1441); ἀλαζόνες λόγοι, Lügenreden, Rep. VIII, 560 c; Phaed. 92 d; ἡ ἀλ. γυνή Plut. Per. 12.
-
7 ἀλέω
ἀλέω (W. ἈΛΥ, mit Guna ἈΛΑΥ, mit Umlaut ἈΛΕΥ das Υ ausgestoßen ἈΛΕ, vgl. ΧΥ, κέχυκα, κέχυμαι, ἐχύϑην, χύσις, χεύω, ἔχευα, χέω, ἔχεα; verwandt ἀλύσκω, ἀλυσκάζω, ἀλύω, ἀλεείνω, ἀλέη, ἄλη, ἀλάομαι); abwenden, bes. Unheil, Aesch. ἄλευ' ὦ δᾶ Prom. 567, wo auch ἀλεῦ, zsg. aus ἀλέου geschrieben wird; ϑεοὶ ἀλεύσατε κακόν Spt. 87, absol. ἄλευσον 128; ὕβριν Suppl. 523; Soph. nach B. A. 383 ἀλεύσω ἀντὶ τοῠ φυλάξω. – Häufiger med., vermeiden, praes. ἀλέομαι in der Form ἀλεῦμαι Theogn. 575; ἀλεύμενος Simonds. mul. 61; ἀποτροπάδην ἀλέονται Opp. Hal. 5, 432; ἀλευόμενοι Hes. O. 553, ἀλευομένης Ap. Rh. 4, 474; vgl. Mus. 36 Ep. ad. 614 (VII, 564);– bei Hom. wohl nur aor. ἀλεύασϑαι u. ἀλέασϑαι; ἀλεύαντο Od. 22, 260, ἀλεύατο κῆρα μέλαινανmehrmals, z. B. Il. 3, 360, augmentirt in dem öfters gebrauchten Versende ἠλεύατο χἀλκεον ἔγχος z. B. Iliad. 13, 184, ἠλεύατο φαίδίμος Ἕκτωρ 22, 274; ἀλευάμενος δόρυ 20, 281; ἀλεύαμενος μῆνιν 5, 444, χόλον 15, 223; dem κτάμενος entgegengesetzt 5, 28; ἀλέασϑαι 13, 436, mit folg. inf. 28, 340. 605, νῆσον ἀλεύασϑαι Od. 12, 269. 274, φϑόγγον 159; Imperativ. ἄλευαι Il. 22, 285, ἀλἐασϑε μύϑους Od. 4, 774; Optat. ἀλέαιτο neben ὑπεκφύγοι 20, 368, ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο Iliad. 20, 147; Conj. ὄφρα ἀλεύεται Od. 14, 400, u. so ist auch wohl Od. 24, 29 zu nehmen, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται, homerisch für οὔ τις ἂν ἀλεύαιτο, conjunct. = optat. potent.; ἀλέηται 4, 396, ἀλεώμεϑα Il. 5, 34. 6, 528; doch können diese Formen auch praes. sein, vgl. ἔκ τ' ἀλέοντο Iliad. 18, 586; – Hesiod. O. 502. 796 Ap. Rh. u. andere ap. D. ἀλεύασϑαι.
-
8 ἄλησις
-
9 ἄλημα
-
10 ἌΛΓος
ἌΛΓος, τό, der Schmerz, körperlich und geistig, Hom. oft, z. B. Iliad. 1, 2 μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔϑηκεν, 2, 39 ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι, 2, 375 μοὶ Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 2, 721 κρατέρ' ἄλγεα πάσχων, 3, 97 ἄλγος ἱκάνει ϑυμὸν ἐμόν, 5, 384 χαλέπ' ἄλγε' ἐπ' ἀλλήλοισι τιϑέντες, 5, 394 μὶν ἀνήκεστον λάβεν ἄλγος, 6, 462 σοὶ δ' αὖ νέον ἔσσεται ἄλγος, 9, 321 πάϑον ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 346 ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά, 18, 224 ὄσσοντο γὰρ ἄλγεα ϑυμῷ, 18, 395 μ' ἄλγος ἀφίκετο, 22, 53 ἄλγος ἐμῷ ϑυμῷ καὶ μητέρι, λαοῖσιν δ' ἄλλοισι μινυνϑαδιώτερον ἄλγος ἔσσεται, 24, 568 μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι ϑυμὸν ὀρίνῃς, 24, 522 ἄλγεα δ' ἔμπης ἐν ϑυμῷ κατακεῖσϑαι ἐάσομεν, 24, 742 ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά, Od. 1, 34 αὐτοὶ ὑπὲρ μόρον ἄλγε' ἔχουσιν, 2, 41 μάλιστα δέ μ' ἄλγος ἱκάνει, 2, 193 χαλεπὸν δέ τοι ἔσσεται ἄλγος, 2, 343 ἄλγεα πολλὰ μογήσας, 5, 84 δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, 5, 302 ἥ μ' ἔφατ' ἐν πόντῳ ἄλγε' ἀναπλήσειν, 6, 184 πόλλ' ἄλγεα δυσμενέεσσιν, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι, 7, 212 τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, 8, 182 ἔχομαι κακότητι καὶ ἄλγεσι, 9, 75 ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἔδοντες, 11, 279 τῷ δ' ἄλγεα κάλλιπ' ὀπίσσω πολλὰ μάλ', ὅσσα τε μητρὸς ἐρινύες ἐκτελέουσιν, 12, 427 Νότος, φέρων ἐμῷ ἄλγεα ϑυμῷ, 13, 90 μάλα πολλὰ πάϑ' ἄλγεα ὃν κατὰ ϑυμόν, 13, 319 ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις, 14, 32 ἀεικέλιον πάϑεν ἄλγος, 14, 310 ἔχοντί περ ἄλγεα ϑυμῷ, 15, 345 ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 15, 400 μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 19, 330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω, 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, 20, 203 μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν, 21, 88 ᾗ τε καὶ ἄλλως κεῖται ἐν ἄλγεσι ϑυμός, 25, 352 ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ ϑεοὶ ἄλλοι ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης. – Tragg. u. Sp. D.; selten in att. Prosa.
-
11 ἱκνέομαι
ἱκνέομαι, Präsensform zu ἵκω, wovon die andern tempp. gebildet werden; fut. ἵξομαι, auch ἱξοῦμαι, Glauc. 2 (IX, 341); aor. ἱκόμην, imper. ἵκου, hat sich gegen die Regel erhalten, Soph. O. R. 741, wie Eur. I. A. 1034 Or. 1230; perf. ἷγμαι, ἱγμένοις Soph. Phil. 494; ἷκτο Hes. Th. 481; Simonds. 106 (VI, 217); – kommen, ankommen, wohin gelangen; – a) zunächst von Menschen; Hom. das praes. ἱκνεύμεϑα, ἱκνεύμεναι, Od. 9, 128. 24, 339, vgl. ἵκω, ἱκάνω; αὐτίκ' ἐφ' ἵππων βάντες μετεκίαϑον, αἶψα δ' ἵκοντο Il. 18, 532; mit dem acc. des Ortes oder der Person, zu der man kommt, Τυδείδης ἵκετο νῆας 8, 149, ἐπεὶ ἵκετο ἔϑνος ἑταίρων 11, 595, οὐ τέλος ἵκεο μύϑων, du kommst nicht ans Ende, zu Ende, 9, 56; so auch Pind., γαῖαν P. 4, 118; einzeln bei Folgenden, ἄλσος Aesch. Suppl. 551, τὰς ἐμὰς στέγας Soph. O. R. 534, τὸ πύϑιον μαντεῖον El. 32, σὰ πεδία Eur. Suppl. 618, γῆν, ἄλσος, I. A. 1543. 1627; mit andern Bestimmungen, λιμένος πολυβενϑέος ἐντὸς ἵκοντο Il. 1, 432, δεῦρο 2, 138, μετὰ Τρῶας 3, 264, μετὰ κλέος 'Αχαιῶν 11, 227, ἐς Ὄλυμπον 5, 360, ἐπὶ νῆας 6, 69, οἴκαδε 9, 393, πρὶν Πηλείωνάδ' ἱκέσϑαι 24, 338, wie Θήρανδε Pind. P. 5, 70; πρὸς ἀνδρῶν γένος Ol. 6, 30; Tragg., ἐπὶ πάγον Aesch. Prom. 117, πρὸς οἶκον Soph. O. R. 1491, πατρῷον ἐς οἶκον Eur. Hec. 952. Anders ist der dat. zu fassen, ἐπειγομένοισι δ' ἵκοντο, zu denen die eilten, als diese schon eilten, Il. 12, 374. – Od. 11, 104 muß aus dem Zusammenhange "ins Vaterland" ergänzt werden, so daß es die Bdtg "zurückkehren" zu erhalten scheint. – Bes. als Schutzflehender, Hülfesuchender, ἱκέτης, zu Einem kommen, τὴν ἱκόμην φεύγων Il. 14, 260, μή μιν ἵκωμαι ἰών, ὁ δέ μ' οὐκ ἐλεήσει 22, 123, vgl. Od. 16, 424. 17, 516; τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεϑα 9, 267; τὸν πολυξενώτατον Ζῆνα ἱξόμεσϑα σὺν κλάδοις Aesch. Suppl. 150, vgl. Pers. 212; anflehen, πάντες σ' ἱκνοῦνται Δαναΐδαι Eur. Suppl. 130; μίαν δὸς χάριν, ἱκνούμεϑα Herc. Fur. 321; oft bei Soph. im praes., z. B. καί σε πρὸς τοῦ σοῦ τέκνου ἱκνοῠμαι Ai. 588; O. C. 276; μέϑες, ἱκνοῠμαί σ' Ἔρως Ar. Eccl. 953. – Auch ἐς χεῖρας ἱκέσϑαι, handgemeinwerden, Il. 10, 448; ἐς λόγους τοὺς σοὺς ἱκοίμην, mit dir möchte ich sprechen, Soph. El. 407. – Von der Zeit, ἥβην, Il. 24, 728 Od. 15, 366, ἥβης μέτρον, Il. 11, 225 Od. 11, 317. 18, 217, γήραος οὐδόν, des Alters Schwelle erreichen, 15, 246. 23, 212, ὀλέϑρου πείρατα, Il. 6, 143. – bl von leblosen Dingen, wie vom Rauche, der zum Himmel aufsteigt, ὅτε καπνὸς ἰὼν ἐξ ἄστεος αἰϑέρ' ἵκηται Il. 18, 207; ὅσσον πυρὸς ἵκετ' ἀϋτμή Od. 16, 290, vgl. ἵκω; vom Gerücht, ἐς πόλιν ἵκετ' ἀϋτή 14, 265; δοῦπος Aesch. Ch. 370, vgl. 375; ἱκνεῖται λόγος διὰ στηϑέων Spt. 545; μῠϑός μοι ἵκετο Soph. Ant. 12; von äußeren Verhältnissen, bes. Unglück, das den Menschen trifft, ἵνα μή μιν λιμὸς ἵκηται Il. 19, 348, ἡμᾶς ἵκετο πένϑος Od. 23, 224, ὅν κεν ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος 15, 345; von Gemüthsbewegungen, 'Αχιλλῆος ποϑὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν, Sehnsucht erfaßt sie, Il. 1, 240; τίς ὁ πόϑος αὐτοὺς ἵκετο Soph. Phil. 597; πῆμα O. C. 1562. – c) übertr. (nur praes. u. impf.), auf Einen kommen, ihn betreffen od. anbelangen, gehörig, passend sein; Her., z. B. δικάζειν, ἐς τὸν ἱκνέεται ἔχειν αὐτήν, d. i. wem es zukomme, sie zu heirathen, 6, 57; τοῦ ἑτέρου κέρεός φαμεν ἡμέας ἱκνέεσϑαι ἡγεμονεύειν, es komme Anständige, μᾶλλον τοῦ ἱκνευμένου 6, 84; ἐν χρόνῳ ἱκνευμένῳ 6, 86; so auch Thuc., τὸ ἱκνούμενον ἀνάλωμα 1, 99, die auf sie fallende od. die hinreichende Ausgabe; Arist., κατὰ τοὺς ἱκνουμένους χρόνους gen. anim. 3, 1 (aber bei D. Hal. sind οἱ ἱκνούμενοι χρόνοι die kommenden Zeiten); τὸ ἱκνούμενον μέγεϑος, die passende, rechte Größe, ib. 4, 4; οὐδὲν εἴρηται ἱκνούμενον, nichts Prosa ist in der eigentl. Bdtg nur das comp. ἀφικνέομαι gew.; Thuc. 5, 40 ἧκον für ἵκοντο zu lesen. [Ι ist im aor. kurz, nur im ind. des Augments wegen lang, doch läßt Hom. dies oft aus.]
См. также в других словарях:
ἅλη — ἄλη , ἄλη wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄλη , ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἔλη , ἐλαύνω drive pres imperat act 2nd sg (epic doric) ἔλη , λάω 1 imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλη — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
αλή — (Αλή Ιμπν Αμπού Ταλίμπ, Μέκκα περ. 598 – Κούφα 661 μ.Χ.). Πρώτος μαθητής, εξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ. Υπήρξε ο τέταρτος από τους κατευθείαν διαδόχους του προφήτη που άσκησαν την εκτελεστική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Οι… … Dictionary of Greek
ἁλή — salt works fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλη — wandering fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἄ̱λη , ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλέω grind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εἴλω shut in aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλῃ — ἄλη wandering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλη — Χημ. κατάληξη οργανικών ενώσεων που περιέχουν αλδεϋδομάδα ( CH = Ο) στο μόριό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικής προελεύσεως κατάληξη, με την οποία σχηματίζονται στην επιστημονική ορολογία όροι χημικών συστατικών, σύνθετων με αλδεΰδες, απ όπου αποσπάστηκε το … Dictionary of Greek
ἁλῇ — ἅλλομαι sal fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἁλή salt works fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλή μπέης — Όνομα διαφόρων Τούρκων αξιωματούχων που είχαν έμμεση ή άμεση σχέση με την ιστορία του Ελληνισμού. 1. Ναύαρχος (17oς αι.). Πήρε μέρος στον 25ετή πόλεμο (1644 69) ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς για την κατοχή της Κρήτης. Οι Βενετοί, για… … Dictionary of Greek
Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… … Dictionary of Greek
Αλή αγάς ή Αλήαγας — (18ος–19ος αι.).Διάσημος αγάς του Λάλα, γιος του αρχηγού των Λαλαίων και μεγαλύτερος αδελφός του Αλή Φαρμάκη, ο Α. ήταν ονομαστός για τα πλούτη του και την πολυτέλεια της κατοικίας του στον Λάλα. Στην υπηρεσία του είχαν προσληφθεί πολλοί Έλληνες … Dictionary of Greek