-
1 ἀλε-τρίβανος
ἀλε-τρίβανος, ὁ, Ar. Pax 259 ff., Mörserkeule (andere ἁλετρ., Salzreiber).
-
2 ἀλετρίβανος
-
3 ἀλέω
ἀλέω (W. ἈΛΥ, mit Guna ἈΛΑΥ, mit Umlaut ἈΛΕΥ das Υ ausgestoßen ἈΛΕ, vgl. ΧΥ, κέχυκα, κέχυμαι, ἐχύϑην, χύσις, χεύω, ἔχευα, χέω, ἔχεα; verwandt ἀλύσκω, ἀλυσκάζω, ἀλύω, ἀλεείνω, ἀλέη, ἄλη, ἀλάομαι); abwenden, bes. Unheil, Aesch. ἄλευ' ὦ δᾶ Prom. 567, wo auch ἀλεῦ, zsg. aus ἀλέου geschrieben wird; ϑεοὶ ἀλεύσατε κακόν Spt. 87, absol. ἄλευσον 128; ὕβριν Suppl. 523; Soph. nach B. A. 383 ἀλεύσω ἀντὶ τοῠ φυλάξω. – Häufiger med., vermeiden, praes. ἀλέομαι in der Form ἀλεῦμαι Theogn. 575; ἀλεύμενος Simonds. mul. 61; ἀποτροπάδην ἀλέονται Opp. Hal. 5, 432; ἀλευόμενοι Hes. O. 553, ἀλευομένης Ap. Rh. 4, 474; vgl. Mus. 36 Ep. ad. 614 (VII, 564);– bei Hom. wohl nur aor. ἀλεύασϑαι u. ἀλέασϑαι; ἀλεύαντο Od. 22, 260, ἀλεύατο κῆρα μέλαινανmehrmals, z. B. Il. 3, 360, augmentirt in dem öfters gebrauchten Versende ἠλεύατο χἀλκεον ἔγχος z. B. Iliad. 13, 184, ἠλεύατο φαίδίμος Ἕκτωρ 22, 274; ἀλευάμενος δόρυ 20, 281; ἀλεύαμενος μῆνιν 5, 444, χόλον 15, 223; dem κτάμενος entgegengesetzt 5, 28; ἀλέασϑαι 13, 436, mit folg. inf. 28, 340. 605, νῆσον ἀλεύασϑαι Od. 12, 269. 274, φϑόγγον 159; Imperativ. ἄλευαι Il. 22, 285, ἀλἐασϑε μύϑους Od. 4, 774; Optat. ἀλέαιτο neben ὑπεκφύγοι 20, 368, ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο Iliad. 20, 147; Conj. ὄφρα ἀλεύεται Od. 14, 400, u. so ist auch wohl Od. 24, 29 zu nehmen, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται, homerisch für οὔ τις ἂν ἀλεύαιτο, conjunct. = optat. potent.; ἀλέηται 4, 396, ἀλεώμεϑα Il. 5, 34. 6, 528; doch können diese Formen auch praes. sein, vgl. ἔκ τ' ἀλέοντο Iliad. 18, 586; – Hesiod. O. 502. 796 Ap. Rh. u. andere ap. D. ἀλεύασϑαι.
См. также в других словарях:
Ἄλε — Ἄλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλε — ἅλς salt masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέ-ρετούρ — επιρρηματική έκφραση που δηλώνει συγχρόνως μετάβαση και επιστροφή. (Λέγεται ιδίως για τα εισιτήρια με επιστροφή και για διακόπτες ηλεκτρικού ρεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aller (et) retour «μετάβαση (και) επιστροφή»] … Dictionary of Greek
al-5 (*hel-) — al 5 (*hel ) English meaning: “to grind” Deutsche Übersetzung: “mahlen, zermalmen” Material: O.Ind. áṇu “ fine, thin, very small “ (*al nu ), Hindi and Bengali üṭ ü “ flour “ (below likewise; Kuhn KZ. 30, 355; different Specht … Proto-Indo-European etymological dictionary
άλειαρ — ἄλειαρ ( ατος), το (Α) συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< *ἄλε Fαρ < ἀλῶ* «αλέθω»), με μετρική έκταση επίσης και ο τ. τού πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< *ἀλέ Fατα), με… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
Μπορομίνι — (Borromini, Μπισόνε, Λουγκάνο 1599 – Ρώμη 1667). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Καστέλι. Νεαρότατος ακόμα έφτασε στη Ρώμη και εργάστηκε ως λιθοξόος κοντά στον μακρινό συγγενή του Μαντέρνο. Γύρω στο 1628 υιοθέτησε το… … Dictionary of Greek
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… … Dictionary of Greek
ευδιεινός — εὐδιεινός, ή, όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, ή, όν) 1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.) 2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» σε απάνεμα μέρη, Ξεν.). επίρρ... εὐδιεινῶς (Α) με πραότητα, ήσυχα.… … Dictionary of Greek
θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek