Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἈΛΕ

См. также в других словарях:

  • Ἄλε — Ἄλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλε — ἅλς salt masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέ-ρετούρ — επιρρηματική έκφραση που δηλώνει συγχρόνως μετάβαση και επιστροφή. (Λέγεται ιδίως για τα εισιτήρια με επιστροφή και για διακόπτες ηλεκτρικού ρεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aller (et) retour «μετάβαση (και) επιστροφή»] …   Dictionary of Greek

  • al-5 (*hel-) —     al 5 (*hel )     English meaning: “to grind”     Deutsche Übersetzung: “mahlen, zermalmen”     Material: O.Ind. áṇu “ fine, thin, very small “ (*al nu ), Hindi and Bengali üṭ ü “ flour “ (below likewise; Kuhn KZ. 30, 355; different Specht …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • άλειαρ — ἄλειαρ ( ατος), το (Α) συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< *ἄλε Fαρ < ἀλῶ* «αλέθω»), με μετρική έκταση επίσης και ο τ. τού πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< *ἀλέ Fατα), με… …   Dictionary of Greek

  • ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …   Dictionary of Greek

  • Μπορομίνι — (Borromini, Μπισόνε, Λουγκάνο 1599 – Ρώμη 1667). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Φραντσέσκο Καστέλι. Νεαρότατος ακόμα έφτασε στη Ρώμη και εργάστηκε ως λιθοξόος κοντά στον μακρινό συγγενή του Μαντέρνο. Γύρω στο 1628 υιοθέτησε το… …   Dictionary of Greek

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • ευδιεινός — εὐδιεινός, ή, όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, ή, όν) 1. εύδιος* («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.) 2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῑς» σε απάνεμα μέρη, Ξεν.). επίρρ... εὐδιεινῶς (Α) με πραότητα, ήσυχα.… …   Dictionary of Greek

  • θαλπωρή — η (AM θαλπωρή) 1. ευχάριστη θερμοκρασία, ζεστασιά («η θαλπωρή τού χειμερινού ήλιου») 2. εγκαρδίωση, στοργή, παρηγοριά (α. «η θαλπωρή τής μητρικής αγκαλιάς» β. «οὐ γάρ ἔτ ἄλλη ἔσται θαλπωρή, ἐπεὶ ἄν σύ γε πότμον ἐπίσπῃς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»