-
1 αλιεία
ἁλιείᾱ, ἁλίειοςfisher's: fem nom /voc /acc dualἁλιείᾱ, ἁλίειοςfisher's: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱ, ἁλιείαfishing: fem nom /voc /acc dualἁλιείᾱ, ἁλιείαfishing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἁλιείᾱͅ, ἁλίειοςfisher's: fem dat sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱͅ, ἁλιείαfishing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αλιεία
-
3 Ἁλιεῖα
-
4 Αλίεια
-
5 Ἁλίεια
-
6 αλίεια
-
7 ἁλίεια
-
8 ἁλιεία
-
9 Ἁλιεῖα
-
10 ἁλιεία
Βλ. λ. αλιεία -
11 ἁλιείᾳ
Βλ. λ. αλιεία -
12 αλιείας
ἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem gen sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἁλιείας
ἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλίειοςfisher's: fem gen sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem acc plἁλιείᾱς, ἁλιείαfishing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 αλιείαν
ἁλιείᾱν, ἁλίειοςfisher's: fem acc sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱν, ἁλιείαfishing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 ἁλιείαν
ἁλιείᾱν, ἁλίειοςfisher's: fem acc sg (attic doric aeolic)ἁλιείᾱν, ἁλιείαfishing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 Ἡλίεια
-
17 μικρός
μικρός and [full] σμῑκρός, ά, όν, [dialect] Dor., [dialect] Ion. [full] μικκός (q.v.): [full] σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op. 361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 ( μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (Aμικρός Hdt. 2.74
codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj. 161 (anap., [comp] Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach. 523, V.5; [dialect] Att. Inscrr. haveσμικρός IG12.313.111
, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little,1 in Size,μ. ἔην δέμας Il.5.801
;μ. λίθος Od.3.296
;κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757
;σμ. ἄστεα Hdt.1.5
;μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74
: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration,δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V. 803
;σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu. 630
, etc.: c. inf.,μικροὶ δ' ὁρᾶν Id. Pax 821
: as a term of reproach,Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra. 709
, cf. Pl.Prt. 323d, Arist.EN 1123b7, Alex.98.7;Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol. 1311b3
; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36;ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4
([place name] Lebena).2 in Quantity,σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op. 361
;μέλιτος μικρόν Ar.V. 878
; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl. 240, cf. Antiph.44.3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight,σμ. πρόφασις Thgn.323
; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC 443, Tr. 361, OT 961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC 620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib. 569;αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr. 387
, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp.μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107
; (anap.), etc.;σμ. τίθησί με Id.OC 958
; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr. 504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R. 473b; of the mind,οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj. 1120
; of style, mean, [Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2
; of festivals, of lesser importance,Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14
([place name] Cedreae).II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl. 126, etc.;εἰς μ. χρόνον Pl.R. 498d
; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7;πρὸ μικροῦ Poll.1.72
; .2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc.III Adverbial usages,1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti. 107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: [comp] Sup.σμικρότατα X.Mem. 3.11.12
.2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή .. Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4.3 σμικρῷ by a little, with [comp] Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg. 719b, etc.;μικρῷ ἄνωθεν D.44.6
.4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra. 410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated,μικρὸν μικρόν Antiph.10
: pl., of Degree, , etc.;σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt. 316a
;μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22
;περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam. 243
, cf. Plu.Luc.31.5 with Preps.,a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El. 414, Antipho 6.18, Hdt.4.129.b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little,κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V. 702
, cf. Nu. 741; opp. συλλήβδην, Pl.R. 344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph. 241c, Isoc.3.10, D.2.22.c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl. 295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.;παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42
;τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a30
; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh. 1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol. 1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8
, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of.., D.61.51, Isoc.5.79.d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73.IV besides regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq. 789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. μείων. [ῑ by nature; [pron. full] ῐ only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.) -
18 ἁλεία
ἁλεία, ἡ, -
19 ἁλιονείκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιονείκης
-
20 κῆτος
κῆτος, - εοςGrammatical information: n.Meaning: `big sea-animal, sea-monster' (Il.), `whale' (Arist.); also name of a constellation (Arat.; Scherer Gestirnnamen 187).Compounds: Compp., e. g. κητό-δορπος ( συμφορά) `giving the κητεα their evening-meal' (Lyc.); μεγα-κήτης `with big κήτεα' (Hom.), adjunct of πόντος, also of δελφίς = `(being) a big κῆτος', from there of ναῦς (cf. Sommer Nominalkomp. 184f.), βαθυ-κήτης ( πόντος) `having κήτεα in the deep' (Thgn. 175), πολυ-κήτης `with many κήτεα' (Theoc. 17, 98).Derivatives: κήτειος `belonging to the κῆτος' (Mosch., Nonn.), κητώδης `belonging to the whale (species)' (Arist.); κητεία f. `catching of κήτεα (tunnies)' (Str., Ath., Ael.; after ἁλιεία); κήτημα `salted tunnies' (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; uncertain), κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (after ἀπήνη?; cf. also Chantraine Étrennes Benveniste 9); κητόομαι `become a κῆτος' (Ael.). See κητώεσσαν.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. Wrong IE. etymologies noted in Bq and WP. 1, 384 (s. also Bechtel Lex. s. v.). Prob. a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,845-846Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῆτος
См. также в других словарях:
ἁλιεία — ἁλιείᾱ , ἁλίειος fisher s fem nom/voc/acc dual ἁλιείᾱ , ἁλίειος fisher s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱ , ἁλιεία fishing fem nom/voc/acc dual ἁλιείᾱ , ἁλιεία fishing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιείᾳ — ἁλιείᾱͅ , ἁλίειος fisher s fem dat sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱͅ , ἁλιεία fishing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλιεῖα — festival of the Sun neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλίεια — festival of the Sun neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αλιεία — η 1. το ψάρεμα ψαριών ή άλλων θαλασσινών (σφουγγαριών, κοραλλιών κτλ.): Η αλιεία γίνεται κυρίως με αγκίστρια και με δίχτυα. 2. μτφ., προσπάθεια προσέλκυσης: Γυρίζει στα χωριά για αλιεία ψήφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλίεια — ἁλίειος fisher s neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιείας — ἁλιείᾱς , ἁλίειος fisher s fem acc pl ἁλιείᾱς , ἁλίειος fisher s fem gen sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱς , ἁλιεία fishing fem acc pl ἁλιείᾱς , ἁλιεία fishing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιείαν — ἁλιείᾱν , ἁλίειος fisher s fem acc sg (attic doric aeolic) ἁλιείᾱν , ἁλιεία fishing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek