-
1 σιδηρος
дор. σίδᾱρος ὅ1) железо(πολιός Hom.; μέλας Hes.)
κτείνειν σιδήρῳ Eur. — убивать мечом или ножом
3) рынок железных товаров, скобяная торговля Xen. -
2 σίδηρος
ὁ σίδηρος 1. железо; 2. меч, секира, топор -
3 σίδηρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σίδηρος
-
4 σίδηρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σίδηρος
-
5 σίδηρος
-
6 σίδηρος
железо.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σίδηρος
-
7 σίδηρος
-
8 σίδηρος
[сидирос]ουσ α железо. -
9 σιδηρον
-
10 αδρανεης
-
11 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
-
12 ακροσιδηρος
-
13 αμφιδεξιος
21) одинаково владеющий обеими руками Arst.2) обоюдоострый(σίδηρος Eur.)
3) двусмысленный(χρηστήριον Her.)
4) влекущий в разные стороны(τὸ κάλλος Plut.)
5) и тот и другой, оба(πλευρὸν ἀμφιδέξιον Soph.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками -
14 ανιωτος
-
15 απιεστος
-
16 αρραγης
-
17 ασιδηρος
дор. ἀσίδᾱρος 21) не железный(μόχλοι Eur.)
2) вырытый не железом(αὖλαξ ἐν ὕδασιν Anth.)
3) не вооруженный(χείρ Eur.)
-
18 αυλακεργατης
-
19 αυτοσιδηρος
-
20 βαπτω
1) погружать, окунать(τι εἴς τι Arst., Plut.)
2) погружать для закалки, закалять(πέλεκυν εἰν ὕδατι ψυχρῷ Hom.; ἀκίδας βελέων Anacr.; σίδηρος βαπτόμενος Plut.)
3) погружать, вонзать(ξίφος ἐν σφαγαῖσι Aesch.; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur.)
ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ βάψαι Soph. — нанести большой урон аргивскому войску4) окунать в краску, красить, окрашивать(ἐβάπτετο αἵματι λίμνη Batr.; εἵματα βεβαμμένα Her.; βάψαι ἔρια Plat.; τρίχας Anth.)
κροκωτὸν βάψασθαι Arph. — выкраситься в шафрановый цвет5) окунать в яд, отравлять(ἱούς Soph.; ἐχιὸναίῳ χόλῳ τι Anth.)
6) полоскать, мыть(τἄρια θερμῷ Arph.)
7) зачерпывать, черпать(ποντίας ἁλός Eur.; τᾷ κάλπιδι κηρία Theocr.)
8) погружаться(εἰς ψυχρόν Arst.)
9) тонуть(ναῦς ἔβαψεν Eur.)
См. также в других словарях:
σίδηρος — iron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σίδηρος — ο 1. χημικό στοιχείο, μέταλλο. 2. σίδερο. 3. «εποχή του σιδήρου», η τελευταία από τις μεγάλες εποχές της εξέλιξης του ανθρώπου· «διά πυρός και σιδήρου», με τη βία. 4. το χημικό στοιχείο ως συστατικό του αίματος: Ο οργανισμός του ανθρώπου έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐ πῦρ, οὐ σίδηρος οὐδὲ χαλκὸς εἴργει μή φοιτᾶν ἐπὶ δείπνον. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Сидероз глаза — (Σίδηρος железо) состояние глаза, при котором во всех тканях глаза, особенно в сетчатой оболочке, можно с помощью микроскопа найти железо. При попадании в глаз осколка железа и застревании его в какой либо части его, напр. хрусталике, последний… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σιδήρους — σίδηρος iron masc acc pl σιδηρόω overlay with iron imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρε — σίδηρος iron masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηροι — σίδηρος iron masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek