-
1 αμφιδεξιος
21) одинаково владеющий обеими руками Arst.2) обоюдоострый(σίδηρος Eur.)
3) двусмысленный(χρηστήριον Her.)
4) влекущий в разные стороны(τὸ κάλλος Plut.)
5) и тот и другой, оба(πλευρὸν ἀμφιδέξιον Soph.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками -
2 αμφιδέξιος
ος и ία, ον1) одинаково владеющий обеими руками, 2) ловкий, искусный -
3 αμφι-
приставка со значением:1) обоюдности (ἀμφιδέξιος)2) двойственности (ἀμφίπυλος)3) движения вокруг чего-л. (ἀμφιβαίνω)4) повода или цели (ἀμφιμάχομαι)5) высокой степени (ἀμφιγεγηθώς, ἀμφιδάκρυτος) -
4 ισορροπος
21) находящийся в равновесии, устойчивый(πρᾶγμα τεθὲν ἐν μέσῳ Plat.; τὸ βάρος Arst.)
2) взаимно уравновешивающийся(δυνάμεις Plat.)
3) ведущийся с одинаковым для обеих сторон успехом, никому не дающий перевеса(ἀγών Aesch.; μάχη Thuc., Plut.)
4) колеблющийся в обе стороны, неустойчивый, шаткий(ἀμφιδέξιος καὴ ἰ., sc. ψυχή Plut.)
5) столь же сильный, равный (sc. τῷ Λακεδαιμονίων γένει Her.)6) соответствующий(ἰ. λόγος τῶν ἔργων Thuc.)
τιμέ ἰ. οὐκ ἂν γένοιτο Arst. — нет достойной цены (дружеской услуге)
См. также в других словарях:
ἀμφιδέξιος — ambidextrous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… … Dictionary of Greek
ἀμφιδεξίως — ἀμφιδέξιος ambidextrous adverbial ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέξιον — ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem acc sg ἀμφιδέξιος ambidextrous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδεξίοις — ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδεξίου — ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδεξίους — ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδεξίῳ — ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιδέξιοι — ἀμφιδέξιος ambidextrous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cataléctico — Saltar a navegación, búsqueda Cataléctico: verso de la poesía griega y latina, al que le falta una sílaba al fin, o en el cual es imperfecto alguno de los pies. Una línea cataléctica es una línea métricamente incompleta, a la que le falta una… … Wikipedia Español
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek