Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀσίδηρος

См. также в других словарях:

  • ἀσίδηρος — not of iron masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασίδηρος — η, ο (Α ἀσίδηρος, ον) αυτός που δεν περιέχει σίδηρο αρχ. 1. αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος με σίδηρο ή από σίδερο 2. εκείνος που δεν κρατά (σιδερένιο) σπαθί, ο άοπλος …   Dictionary of Greek

  • ἀσιδήρως — ἀσίδηρος not of iron adverbial ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίδηρον — ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc sg ἀσίδηρος not of iron neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιδήροις — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιδήρου — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιδήρους — ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιδήρων — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσιδήρῳ — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίδηρα — ἀσίδηρος not of iron neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίδηροι — ἀσίδηρος not of iron masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»