-
1 αμφιδεξιος
21) одинаково владеющий обеими руками Arst.2) обоюдоострый(σίδηρος Eur.)
3) двусмысленный(χρηστήριον Her.)
4) влекущий в разные стороны(τὸ κάλλος Plut.)
5) и тот и другой, оба(πλευρὸν ἀμφιδέξιον Soph.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками
См. также в других словарях:
αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… … Dictionary of Greek