Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀστέρ'

См. также в других словарях:

  • Αστέρ, Φρεντ — (1899 – 1987). Αμερικανός ηθοποιός, χορογράφος και χορευτής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρέντρικ Όστερλιτζ. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μπρόντγουεϊ το 1922 με το μιούζικαλ Για τ’ όνομα του Θεού. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Χόλιγουντ συνήθως με… …   Dictionary of Greek

  • Ἀστερ' — Ἀστερί , Ἀστερίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστέρ' — Ἀστερί , Ἀστερίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστέρ' — ἀστέρα , ἀστήρ star masc acc sg ἀστέρι , ἀστήρ star masc dat sg ἀστέρε , ἀστήρ star masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Titán (Saint Seiya) — Los Titanes (ティターン神族, Titān Shinzoku?) son personajes del manga Saint Seiya Episodio G. Siete años antes del Torneo Galáctico, los Santos de Oro se enfrentan con los Titanes, quienes buscan el Megas Drepanon, con el puede despertar a su señor… …   Wikipedia Español

  • Имена советского происхождения — Имена советского происхождения  личные имена, бытующие в языках народов бывшего СССР, например в русском,[1][2] татарском[3] и украинском …   Википедия

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • Астра (значения) — Астра, Astra (от греч. αστερ  звезда): В Викисловаре есть статья « …   Википедия

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»