Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀστεροειδής

См. также в других словарях:

  • ἀστεροειδής — star like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστεροειδής — ές (AM ἀστεροειδής, ές) ο όμοιος με αστέρα νεοελλ. ο γεμάτος αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αστεροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει το σχήμα αστέρα: Φορούσε ένα λαμπρό αστεροειδές κόσμημα. 2. το αρσ. ως ουσ., αστεροειδής μικρός πλανήτης αόρατος με γυμνό μάτι. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αστεροειδή ομοταξία ζώων της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστεροειδῆ — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστεροειδής star like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδεῖς — ἀστεροειδής star like masc/fem acc pl ἀστεροειδής star like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδέα — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδές — ἀστεροειδής star like masc/fem voc sg ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδέστατον — ἀστεροειδής star like masc acc superl sg ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλώμη (Αστρον) — Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1905. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο …   Dictionary of Greek

  • ἀστεροειδέσι — ἀστεροειδής star like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεροειδῶς — ἀστεροειδής star like adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»