-
1 αστεροειδής
-
2 ἀστεροειδής
-
3 ἀστεροειδής
ἀστερο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστεροειδής
-
4 αστεροειδή
ἀστεροειδήςstar-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 ἀστεροειδῆ
ἀστεροειδήςstar-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 αστεροειδείς
ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem acc plἀστεροειδήςstar-like: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 ἀστεροειδεῖς
ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem acc plἀστεροειδήςstar-like: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
8 αστεροειδεστάτας
ἀστεροειδεστάτᾱς, ἀστεροειδήςstar-like: fem acc superl plἀστεροειδεστάτᾱς, ἀστεροειδήςstar-like: fem gen superl sg (doric aeolic) -
9 ἀστεροειδεστάτας
ἀστεροειδεστάτᾱς, ἀστεροειδήςstar-like: fem acc superl plἀστεροειδεστάτᾱς, ἀστεροειδήςstar-like: fem gen superl sg (doric aeolic) -
10 αστεροειδέα
ἀστεροειδήςstar-like: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem acc sg (epic ionic) -
11 ἀστεροειδέα
ἀστεροειδήςstar-like: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀστεροειδήςstar-like: masc /fem acc sg (epic ionic) -
12 αστεροειδές
-
13 ἀστεροειδές
-
14 αστεροειδέστατον
ἀστεροειδήςstar-like: masc acc superl sgἀστεροειδήςstar-like: neut nom /voc /acc superl sg -
15 ἀστεροειδέστατον
ἀστεροειδήςstar-like: masc acc superl sgἀστεροειδήςstar-like: neut nom /voc /acc superl sg -
16 αστεροειδώς
-
17 ἀστεροειδῶς
-
18 αστεροειδέσι
-
19 ἀστεροειδέσι
-
20 κατάταξις
A ordering, arranging, Arr.Epict.4.1.53, Porph. ap.lamb.Myst.1.8;κ. ἀστεροειδής Hierocl. in CA27p.488M.
; classification, Crinis Stoic.3.268.2 ordinance, regulation, Milet.3 No. 152.102 (Eresus, ii B.C.).II Medic., reduction of dislocations, Heliod.(?) ap.Orib.49.29.5; of rupture, Heliod.ib.50.47.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάταξις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀστεροειδής — star like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστεροειδής — ές (AM ἀστεροειδής, ές) ο όμοιος με αστέρα νεοελλ. ο γεμάτος αστέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + ειδής < είδος] … Dictionary of Greek
αστεροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει το σχήμα αστέρα: Φορούσε ένα λαμπρό αστεροειδές κόσμημα. 2. το αρσ. ως ουσ., αστεροειδής μικρός πλανήτης αόρατος με γυμνό μάτι. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αστεροειδή ομοταξία ζώων της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστεροειδῆ — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστεροειδής star like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροειδεῖς — ἀστεροειδής star like masc/fem acc pl ἀστεροειδής star like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροειδέα — ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀστεροειδής star like masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροειδές — ἀστεροειδής star like masc/fem voc sg ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροειδέστατον — ἀστεροειδής star like masc acc superl sg ἀστεροειδής star like neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλώμη (Αστρον) — Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 3 Απριλίου 1905. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 14,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο … Dictionary of Greek
ἀστεροειδέσι — ἀστεροειδής star like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροειδῶς — ἀστεροειδής star like adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)