Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κορωνόπους

См. также в других словарях:

  • κορωνόπους — ο (Α κορωνόπους, οδος) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών σταυρανθών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια θρασσικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + πους (< πούς), πρβλ. κυνό πους, λεοντό πους] …   Dictionary of Greek

  • πεντάνευρο — (πλαντάγο το μεγάλο). Φυτό της οικογένειας των πλανταγινιδών (δικοτυλήδονα), κοινότατο σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων και των ρυακιών, γύρω από τα σπίτια κ.α. Ανθίζει από την άνοιξη έως και όλο το …   Dictionary of Greek

  • αρμυρήθρα — η κοινή ονομασία του φυτού Κορωνόπους ο κατακείμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμύρα + παραγωγ. κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, κερήθρα, μπουρμπουλήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • αστέριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α., Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλας, οι μάρτυρες. Ήταν αδέλφια και κατάγονταν από την Κιλικία. Η μνήμη τους τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Ο μάρτυρας. Αποκεφαλίστηκε μαζί με τον άγιο Αλέξανδρο, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • κορωνοποδώδης — κορωνοποδώδης, ῶδες (Α) [κορωνόπους] αυτός που μοιάζει με τα πόδια τής κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»