-
1 καταστερέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστερέω
См. также в других словарях:
λωτόεις — λωτόεις, εσσα, εν (Α) κατάφυτος από λωτούς («πεδία λωτοῡντα» πεδιάδες κατάφυτες από λωτούς ή, κατ άλλους, θαλερές πεδιάδες, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + κατάλ. όεις, (πρβλ. αστερ όεις, κριν όεις)] … Dictionary of Greek
μορόεις — μορόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος με πολύ κόπο και τέχνη («τρίγληνα μορόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. θανατηφόρος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μορόεις στη φρ. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια … Dictionary of Greek
μυελόεις — μυελόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος από μυελό, από μεδούλι 2. (κατ επέκτ.) μαλακός, τρυφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek