-
1 ἀστερίας
A starred: hence,I a fish, Squalus stellaris, Philyll.1.2, Arist.HA 543a17.II a bird,1 perh. bittern, Ardea stellaris, ib. 609b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερίας
См. также в других словарях:
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
κεγχρίας — ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ) νεοελλ. φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με κεχρί 2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί 3. φρ.… … Dictionary of Greek
μοσχίας — μοσχίας, ὁ (ΑΜ) μσν. κριάρι τριών ετών που μοιάζει με μικρό μόσχο αρχ. (για νεογνά ζώων) όμοιος με μικρό μόσχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επίθημα ίας, που δηλώνει ονομ. ζώων (πρβλ. αστερ ίας, καρχαρ ίας)] … Dictionary of Greek
τυμπανίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τυμπανίης Α φρ. «τυμπανίας ύδρωψ» είδος υδρωπικίας κατά την οποία πρήζεται η κοιλιά και τεντώνεται το δέρμα όπως το τύμπανο αρχ. αυτός που υποφέρει από την παραπάνω αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. ίας (πρβλ. ἀστερ… … Dictionary of Greek