-
41 Αργώης
-
42 Ἀργῴης
-
43 Αργών
Ἄργηfem gen plἌργοςneut gen pl (attic epic doric)Ἀργᾶςmasc gen pl (attic epic doric)Ἀργόςmasc gen plἈργώArgo: fem gen pl -
44 Ἀργῶν
Ἄργηfem gen plἌργοςneut gen pl (attic epic doric)Ἀργᾶςmasc gen pl (attic epic doric)Ἀργόςmasc gen plἈργώArgo: fem gen pl -
45 Αργώου
-
46 Ἀργῴου
-
47 Αργώσι
-
48 Ἀργῶσι
-
49 Αργώσιν
-
50 Ἀργῶσιν
-
51 Αργώιου
-
52 Ἀργώιου
-
53 καθιδρύω
A make to sit down,Ὀδυσῆα καθίδρυε Od.20.257
; μακάρων ἐς αἶαν σὸν καθιδρύσει βίον will carry thee to the land of the Blest that thou mayst live there, E.Ba. 1339:—[voice] Pass., sit down, settle, Ar. Av.45; ἐν πόλει, ἐν τῷ ὄρει, Pl.Sph. 224d, Th.4.46; κ. ἐς Ἀργώ take one's seat in.., Theoc.13.28; to be quartered, of troops, PLond.3.1313.11 (vi A.D.).2 establish, place, ἐν τοῖς τιμιωτέροις τὸ τιμιώτερον (sc. τὴν καρδίαν)καθίδρυκεν ἡ φύσις Arist.PA 665b20
; ἐφ' ἑνὸς τόπου κ. τὴν ἱστορίαν to limit it, D.H.Th.6:—[voice] Pass., κ. ἐς τὴν ἑωυτῶν Χώρην to be restored, replaced, Hp.Fract.31, cf. Prorrh.2.19; ἐν αἷς [ ἱστορίαις] .3 consecrate, dedicate, [tense] aor. 1 [voice] Med.καθιδρῡσάμην E.IT 1481
;- ῠσάμην IG14.882
([place name] Capua): [tense] pf. [voice] Pass. in act. sense, E.Cyc. 318:—[voice] Pass.,Ποσειδῶνος τοῦ κατιδρυθέντος ὑπὸ.. SIG1020.5
(Halic., i B.C.);τεμένη -ύετο τῷ θεῷ Luc.Cal.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιδρύω
-
54 κλῄζω
κλῄζω (A), Ar.Th. 117 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. [full] κληΐζω Hp.Art.42, [dialect] Dor. [full] κλεΐζω v.l. in Pi.O.1.110, cf. Eust.1497.50: [tense] impf.Aἔκλειζον Epigr.Gr. 254
(Cyprus, iv/iii B.C.): [tense] fut. κληΐσω Fr.Lyr. ap. Aristid.Or.50(26).31,κλῄσω h.Hom.31.18
, A.R.3.993, [dialect] Dor. κλεΐξω Pi.l.c.: [tense] aor. , Ar.Av. 905 (lyr., κλεῖσον cod. R), 950, 1745, Nic.Fr. 86 ( ἔκλησε codd. Ath.),ἔκλεισα IG14.2258
([place name] Etruria):—[voice] Pass.,κληΐζομαι A.R.4.1153
, Ti.Locr.1ood, Epigr.Gr. 946 ([place name] Tralles), , X. Cyr.1.2.1, etc.,κλεΐζομαι Man.6.571
: [tense] pf. κεκλήϊσμαι, ἐκλήϊσμαι, A.R. 4.618, 990: [tense] plpf. ἐκλήϊστο ib. 267, 1202:—make famous, celebrate in song, h.Hom.l.c., Pi. l.c.;κλῄσωμεν Ἄρτεμιν E.IA 1522
(lyr.);κλῇσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν Ar.Av. 950
(mock lyr.), cf. 1745; παλαὶ δὴ τήνδ' ἐγὼ κλῄζω πόλιν ib. 921:—[voice] Pass.,τὰν Ἀργὼ τὰν διὰ σοῦ στόματος ἀεὶ -ομέναν E.Hyps.Fr.3(1)
ii 20 (lyr.).2 mention, speak of, in [voice] Pass., πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις.. ἐκλῄζετο; A. Ag. 631; οἷα κλῄζεται as are said, E.Hel. 721; ἀφανὴς (sc. ὢν) κλῄζεται ib. 126; θανὼν κλῄζεται he is reported to be dead, ib. 132; κλῄζομαι ὡς προδοῦς' ib. 927.3 applaud, praise, Hp.Art.42.4 invoke, PMag.Par.1.271, al.II call,σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει S. OT48
:—[voice] Pass., Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται ib. 733; ἔνθα κλῄζεται οὑμὸς Κιθαιρών where is the hill called my Cithaeron, ib. 1452, cf. E.Hyps. Fr.3(1) iv 26;παῖς κ. Μενοικέως Id.Ph.10
;πατρὸς Ἀθηνίωνος κ. IG 9(1).880.3
(Corc.), cf. 12(3).1190.7 ([place name] Melos): less freq. in Prose,οἱ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται X.Cyr.1.2.1
, cf. Pl.Ax. 371b, App. BC1.1; etym. of Κλειώ, Corn.ND14. ( κλε (ϝ) -ίζω (fr. κλέος ) 'celebrate' and κλη-ΐζω (fr. καλέω) 'call' were confused by the Greeks.)------------------------------------A shut, Hymn.Is.159:— [voice] Pass., AP9.62 (Even.). -
55 μέλω
A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.A [tense] pres. μέλω: [tense] impf. ἔμελον, [dialect] Ep.μέλον Od.5.6
: [tense] fut. μελήσω, [dialect] Ep. inf.μελησέμεν Il.10.51
: [tense] aor. ἐμέλησα: [tense] pf. μεμέληκα; also [dialect] Ep. and Lyr. μέμηλα, [dialect] Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for [dialect] Ep. forms of [voice] Med.v.infr.111.2): almost always [ per.] 3sg.and pl., exc. in [tense] pres. (v. infr.):— to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in [dialect] Att. Prose):I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20;Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70
; ;Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr. 155
;μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14
;ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850
(lyr.);Ἔρως.. οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr. 842
;μέλων πολλοῖσι AP 5.121
(Diod.);ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a
: [tense] pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6;τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν... Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420
: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα... μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362;μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152
; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; ;μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228
;ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25
;οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238
;τοῖσιν.. ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151
, cf. Il.2.614; ;ἔλεγε.. κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19
;μέλει γὰρ ἀνδρὶ.. τἄξωθεν A.Th. 200
;σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3
;οὗτος.. δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp. 939
;ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec. 459
;τοῖσδε μελήσει γάμος E.El. 1342
(anap.);τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20
.2 impers. c. inf.,οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465
; so in A.Ag. 1250, Th.1.141, etc.; also,μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19
: united with the personal construction, .3 less freq. with a Conj.,οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72
; σοὶ μελέτω ὅκως .. Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.;ὡς δὲ καλῶς ἕξει.., ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13
; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ .. S.Ph. 1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ .. Lys.21.12.4 [ per.] 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch. 946 (lyr.), cf. Ag. 974; ;θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036
;Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl. 717
; ; alsoμέλει μοι περί τινος A.Ch. 780
, Ar.Lys. 502, Pl.Alc.2.150d;μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra. 428b
: less freq. withὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37
.5 abs.,μηδέ σοι μελησάτω A.Pr. 334
; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) .6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra. 655;μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208
;τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2
; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, asτοῖσδ' ἔσται μ. S.OC 653
, cf. 1433.2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V. 1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap. 24d;οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr. 235a
;μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24
;οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg. 501b
.III [voice] Med. is used by Poets and in Hp. like [voice] Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care,Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60
: mostly in [ per.] 3sg.,ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523
; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν.. αὐτῷ μελέσθωΛοξίᾳ A.Eu.61
;τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El. 1436
;γάμους.. σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph. 759
, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib. 1302: rarely impers.,σοὶ.. μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74
;μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53
, Orac. ap. Luc.Alex.24.2 [dialect] Ep. [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with [tense] pres. and [tense] impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516;φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12
;ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61
: hence later [dialect] Ep. formed a [tense] pres. μέμβλομαι, [ per.] 2pl.μέμβλεσθε A.R.2.217
; [ per.] 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.),μ. πόνοισι Opp.H.4.77
: the regul. [tense] pf. and [tense] plpf. (with [tense] pres. and [tense] impf. sense) also occur in later Poets,μεμέληται Opp.C.1.436
;Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17
(Antiphil.);μεμέληνται Call.
Fr.anon. 119, Opp.C.1.349: 2 and 3 [tense] plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for,πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36
, cf. AP7.199 (Tymn.): [tense] aor. part. [voice] Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in [tense] pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to.., Il.5.708;μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297
: later in [tense] pres., (lyr.);μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj. 689
;δεινόν σε.. τικτούσης μέλειν Id.El. 342
: later c. dat., care for,μέλω κύρτοις AP10.10
(Arch. Jun.);θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7
: abs., to be anxious,μέλει.. κέαρ A.Th. 288
, cf. Pers. 1049 (both lyr.);μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh. 770
.3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι ( μέλλουσι codd. opt.)καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF 773
(s.v.l.).II [voice] Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th. 177 (lyr.), S.OT 1466, E.Hipp. 109, Heracl. 354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC 1138;μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101
: c. dat.,ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76
;ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500
: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491;ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221
(Leon.);ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172
: c. inf.,μέλομαι.. ἀείδειν Anacr.65
;μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp. 367
, cf. E.Heracl.96 (lyr.): [tense] aor. in same sense, c. gen.,τάφου μεληθείς S.Aj. 1184
. -
56 παραπλέω
παραπλέω, [dialect] Ion. [suff] παραπλευρ-πλώω Orph.A. 733, 1271: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 παρέπλων (v. infr.):—A sail by or past, abs., οἴη δὴ κείνῃ γε παρέπλω.. Ἀργώ was the only ship that sailed through that way, Od.12.69, cf. X.An.5.1.11 ; ἐν χρῷ παραπλέοντες sailing close in, Th.2.84, cf. 90 ;π. παρὰ τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Hdt.7.100
; π. τὴν Ἔφεσον sail past Ephesus, Act.Ap. 20.16.2 coast by or along,ὃς τῆς Ἀττικῆς ταῦτα μὴ -πέπλωκε Hdt.4.99
, cf. Isoc. 15.123 ;ἐς Σικυῶνα Th.1.111
;ἐνθένδε μὲν εἰς Σινώπην π., ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν X.An.5.6.10
, cf. D.35.31 ;ἐκεῖθεν X.HG5.4.61
; π. ἀπὸ κάλω, v. κάλως.3 metaph., π. τὰς συμφοράς sail past, escape them, Amphis 3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλέω
-
57 πολυτειρής
A wearying much, Q.S.4.120,5.314.-------------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτειρής
-
58 προτύπτω
προτύπτω, intr.,A press forward,Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες Il.13.136
, al.; ἀνὰ ῥῖνας δριμὺ μένος προὔτυψε rushed forward, Od.24.319; Ἀργὼ προὔτυψεν ἐπειγομένη ἀνέμοισιν pressed onward, A.R.1.953, cf. 3.1397, etc.; Νεῖλος.. προὔτυψε πόντῳ rushed forward to.., Nic.Th. 176, cf. Al. 499; πηλαμύσι προὔτυψεν dashed against them, Opp.H.4.545; ἐς θάλαμον π. ib. 392.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτύπτω
-
59 τριακοντάζυγος
τρῐᾱκοντά-ζῠγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντάζυγος
-
60 ἀνερείπομαι
A snatch up and carry off, ἀνηρείψαντο, of the gods, 11.20.234, cf. Pi.Pae.6.136, A.R.2.503; of the Harpies, Od.1.241, etc.; of storms, 4.727; soπαῖδα.. Ἀφροδίτη ὦρτ' ἀνερειψαμένη Hes.Th. 990
;τὴν Ἀργὼ οὐρανὸς ἀνηρείψατο Them.Or.27.333a
:—later, take upon oneself, . (The true spelling is prob. ἀνηρεψ-, which has Ms. authority in Hes.l.c. and A.R.1.214; cf.ἀ[νᾱ]ρέψατο Pi.Pae.
l.c., and ἀνερεψάμενοι, Hsch.: v. ἅρπυια.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνερείπομαι
См. также в других словарях:
αργώ — αργώ, άργησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. αργεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἀργῶ — Ἀργός masc gen sg (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀργώ Argo fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… … Dictionary of Greek
Ἀργώ — Ἀργός masc nom/voc/acc dual Ἀργώ Argo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργώ — ησα 1. δεν εργάζομαι, έχω αργία: Το κατάστημα εκείνη την ημέρα αργούσε. 2. αργοπορώ, χασομεράω: Αργείς πολύ να ετοιμαστείς και δε θα προλάβουμε. 3. καθυστερώ στην εκτέλεση κάποιου έργου: Ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονεί. 4. απέχω χρονικά: Αργούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργῶ — ἀργέω to be unemployed pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀργέω to be unemployed pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀργός 1 shining masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργῶ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργῷ — Ἀργός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργῷ — ἀργός 1 shining masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut dat sg ἀ̱ργῷ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργώ — ἀργός 1 shining masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/neut nom/voc/acc dual ἀ̱ργώ , ἀργός 2 not working the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργω — Ἄργος masc nom/voc/acc dual Ἄργος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργῳ — Ἄργος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)