Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀργυρότοξε

См. также в других словарях:

  • ἀργυρότοξε — ἀργυρότοξος with silver bow masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • ἀργυρότοξ' — ἀργυρότοξα , ἀργυρότοξος with silver bow neut nom/voc/acc pl ἀργυρότοξε , ἀργυρότοξος with silver bow masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»