-
1 ἀργυρό-τοξος
ἀργυρό-τοξος ( τόξον), mit silbernem Bogen, Epitheton des Apollo bei Hom., nomin. ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Versende Iliad. 2, 766. 5, 449. 760. 7, 58. 10, 515. 24, 758 Od. 7, 64. 17, 251, in der Mitte des Verses Od. 15, 410; nom. ἀργυρότοξος ohne Ἀπόλλων Iliad. 5, 517; vocat. ἀργυρότοξε ohne Ἀπόλλων Iliad. 1, 37. 451. 21, 229. 24, 56.
-
2 ἀργυρότοξος
ἀργῠρό-τοξος, ον,A with silver bow, Homeric epith. of Apollo, Il.2.766, al.; also simply Ἀργυρότοξος bearer of the silver bow, ib.1.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρότοξος
-
3 ἀργυρότοξος
ἀργυρό - τοξος ( τόξον): god of the silver bow; epith. of Apollo; as subst., Il. 1.37.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργυρότοξος
-
4 ἀργυρότοξος
ἀργυρό-τοξος, mit silbernem Bogen, Epitheton des Apollo -
5 αργυροτοξος
См. также в других словарях:
κλυτότοξος — κλυτότοξος, ον (Α) ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
χαλκότοξος — ον, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινο τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος, χρυσό τοξος] … Dictionary of Greek
χρυσότοξος — ον, Α (για τον Απόλλωνα) αυτός που κρατάει χρυσό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος] … Dictionary of Greek