Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπό-κροτος

  • 1 ἀπό-κροτος

    ἀπό-κροτος, hart, eigtl. festgestampft, von festem Boden, Thuc. 7, 27; χωρίον Xen. Equ. 7, 15; Sp.; Plut. καὶ τραχυτέρα γῆ educ. lib. 4 M.; von den harten Hufen der Pferde, ὁπλαὶ ἀπόκροτοι de fortuna p. 304; auch = steil, abschüssig, Hel.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπό-κροτος

  • 2 κρότος

    Grammatical information: m.
    Meaning: `beat of the feet, clapping of the hands, of rowers etc., noise, clapping, applause' (Att. etc.).
    Compounds: Often as 2. member, e.g. μονό-, δί-, τρί-κροτος `with one, two, three rows of rowers' (E., X., Plb.; Morrison Class. Quart. 41, 122 ff.), ἱππό-κροτος `beaten by horses, sounding from the beat of horses' (Pi., E.), ἀπό-κροτος `beaten hard' (Th., X.).
    Derivatives: κροτέω, also with preflx, esp. συν-, in diverse meanings, `rattle (make), beat, stamp' (O 453, IA.) with κρότημα (S., E.), - ησμός (A. Th. 561, after ὀρχησμός? Chantraine Formation 141), - ησις ([Pl.] Ax., Ph. Bel.), - ητικός (Dosith.). - κρόταλα n. pl. `clapper, castanets' (h. Hom., Pi., Hdt.), sg. metaph. `boaster' (Ar., E.), with κροτάλια n. pl. `(clappering) ear-rings' (pap.), NGr. κροταλίας, - ίτης `clappersnake?' (Redard Les noms grecs en - της 83), κροταλίζω `clapper' (A 160, Hdt. usw.) with - ίστρια, - ιστρίς `castanetteplayer' (pap.).
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: On κρόταφος, - φίς s. v. As soundverb compare κροτέω with κομπέω, κοναβέω, δουπέω, βρομέω, partly denomin., partly intensive deverbatives (see s. vv. and Schwyzer 726 w. n. 5). The earlier and more often attestations of κροτέω compared with κρότος speak for the priority of the verb. - The only usable comparison gives a German. verb with inner (orig. only presential?) nasalising, OE hrindan, hrand, OWNo. hrinda, hratt `push' (IE * kre-n-t-? Pok. 621); the analysis rests only on the comparison with κροτ-, and must prob. be rejected. - Wrong connections in Bq s. v.
    Page in Frisk: 2,26

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρότος

  • 3 από

    (απ;
    αφ') πρόθ. I με ονομ., γεν., αίτιατ. (при обознач, времени) с, от; (γεν.) από γεννησιμιού του с самого его рождения; από μιάς αρχής с самого начала; από πολλού χρόνου с давнего времени, с давних пор; από της ημέρας εκείνης с того дня; από ημερών с некоторых пор; από καιρού εις καιρόν время от времени; με γνωρίζει από είκοσι ετών он(а) меня знает двадцать лет; (όνομ.) από μικρός τον ξέρω я с малых лет (когда я был ребёнком) знаю его;

    (αίτιατ.) τον ξέρω από μικρόν — я знаю его с детства (когда он был ещё ребёнком);

    από το πρωί с утра;
    από πέρυσι с прошлого года; από χτες со вчерашнего дня; από πότε; с каких пор?; από τότε с тех пор; απ' εδώ κ' εμπρός отныне, впредь; από τώρα с этих пор; από νωρίς, από τα πρίν заранее; II με γεν., αίτιατ. 1) (при обознач, пространства, места, направления) с, от; к; (γεν.) από της κορυφής τού βουνού с вершины горы; έρχομαι από τού θείου иду от дяди; (αιτιατ.) από τη στέγη с крыши; απ' αυτόν το δρόμο по этой дороге; πέρασα κι' απ' τον Κώστα я и к Косте заходил; περάστε απ' το σπίτι заходите ко мне; 2) (источник чего-л.) из, от; από (τού) λόγου του от него самого; αυτό το δώρο είναι από λόγου του этот подарок от него лично; III με ονομ. (при указании на изменение положения) с, со, из; από εργάτης μάστορας из рабочего стал мастером; IV με γεν. 1) (при обознач, качества, свойства): από φυσικού του по натуре; 2) (при обознач, способа, характера действия): από μνήμης наизусть; απ' ακοής понаслышке; από καρδίας от души; απ' την καρδιά μου от всего сердца, сердечно; V με αιτιατ. 1) (при обознач, происхождения) из; από καλή οικογένεια из хорошей семьи; είμαι από χωριό я из деревни; 2) (при обознач, лица или предмета, которого касаются) за; αρπάχτηκα από το κλαδί ухватиться за ветку; παίρνω απ' το χέρι брать за руку; 3) знач через): φεύγω από την πίσω πόρτα выходить через заднюю дверь; περνώ από το δάσος проходить через лес; τό φως μπαίνει από το φεγγίτη свет проникает через окно; πέρασε την κλωστή από τη βελόνα вдень нитку в иголку; 4) (при обознач, причины) от, по причине, из-за; από το πολύ σφίξιμο κόπηκε το σχοινί от сильного натяжения верёвка лопнула; έμεινε σκελετός απ' την πείνα он очень похудел от голода; πετώ από τη χαρά μου прыгать от радости; από την πίκρα μου от горя; от досады; από περιέργεια из любопытства; υποφέρω από το στομάχι μου страдать желудком; 5) (при.обознач, орудия, средства, способа): ζω από τη δουλειά μου жить своим трудом; από την προίκα της έχτισε το σπίτι дом он построил на её приданое; 6) (при обознач, материала) из; από πέτρα из камня, каменный; από ξύλο из дерева, деревянный; από δέρμα из кожи, кожаный; 7) (при обознач, частей, составляющих что-л, единое): στεφάνι από τριαντάφυλλα венок из роз; ομάδα από πέντε άτομα группа из пяти человек; 8) (при указании целого, от которого берётся часть) из; 8νας από τούς πολλούς один из многих; τίποτε δεν χρειάζομαι απ' αυτά из этих вещей мне ничего не надо; 9) (при обознач, удаления, отдаления) из, от; αποσύρομαι από τίς υποθέσεις отходить от дел; παρεκβαίνω από το θέμα отходить от темы; γλυτώνω από τον κίνδυνο избежать опасности; γλυτώνω απ' τίς φροντίδες освободиться от забот; φεύγω απ' το σπίτι уходить из дома; χώρισε από τον άντρα της она ушла от мужа, она разошлась с мужем; 10) (при обознач, частичности, разделения): κόψε μου από το ψωμί μιά φέτα отрежь мне ломоть хлеба; ήπια απ' αυτό το κρασί я выпил этого вина; πίνε από λίγο пей понемножку; λίγα απ' όλα обо всём понемногу; 11) (при указании на распределение поровну) по; από τρία τετράδια по три тетради; από ένας (-ενας) по одному; περάστε μέσα από λίγοι входите по нескольку человек; φταίνε κι' απ' τα δυό μέρη виноваты и те и другие; 12) (употр, в сравнениях): από σένα είναι εξυπνότερος он сообразительнее (или умнее) тебя; φαίνεται4 μεγαλύτερη από την αδελφή της она выглядит старше своей сестры; 13) (в соответствии с чём-л., согласно чему-л.) по; τον γνωρίζω από το βήμα του я узнаю его по походке; 14) (в отношении, в смысле): είναι ορφανός από πατέρα он сирота по отцу; είναι φτωχός από μυαλό он слабоумный; είναι στραβός από το ένα μάτι слепой на один глаз; είναι κουφός από το ένα αφτί глухой на одно ухо; άμαθος από τέτοιους δρόμους он не привык к таким дорогам; από υγεία είμαι καλά здоровье у меня хорошее; απο γράμματα δεν ξέρει πολλά он малограмотный; κάτι ξέρει από μουσική он немного разбирается в музыке; δεν καταλαβαίνει από τέτοια πράματα он в таких делах не разбирается; 15) (в пассивном обороте соотв. те. пад.): η πόλις κατελήφθη από τον εχθρό город занят врагом; 16) (соответствует род. пад.; переводится тж. прилагательным): ο κρότος από τα κανόνια гул орудий, орудийный гул; κέρδη απ' το εμπόριο прибыли от торговли, торговые прибыли; 17): (α)πάνω από на, над; κάτω από под; εμπρός από перед, впереди; напротив; (από) πίσω από сзади, позади, за; γύρω από вокруг; (από) μέσα από изнутри, из; πρίν από... перед тем, до; μετά από после; ύστερα από... после (того как); εκτός απ' αυτό кроме того; μακρυά από... далеко от...; από μακρυά издали; από πέρα издалека; από κοντά вблизи; από πού; откуда?; απ' εδώ отсюда; απ' εκεί а) оттуда; б) тот; τί θέλει ο κύριος από κεί; что нужно тому господину?; απ' εδώ και απ' εκεί со всех сторон; από τότε с тех пор; από τούδε с этого момента; αφ' ενός... αφ' ετέρου (тж. перен.) с одной стороны..., с другой стороны...; 18) (в зависимости от управления глагола): δεν στερούμαι από τίποτε я ни в чём не нуждаюсь; κρέμομαι από μιά κλωστή висеть на ниточке; φοβάμαι από τα σκυλιά бояться собак

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > από

  • 4 ἀπόκροτος

    ἀπό-κροτος, hart, eigtl. festgestampft, von festem Boden; von den harten Hufen der Pferde; auch = steil, abschüssig

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀπόκροτος

  • 5 αποκροτος

        2
        твердый, плотный
        

    (γῆ Thuc., Plat.; χωρίον Xen.; ὁπλαί Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποκροτος

  • 6 шаг

    -а (шагу); με τα αριθμ. 2,3,4: шага; προθτ. в -е κ. в -у, πλθ.α.
    1. το βήμα•

    короткий шаг βραχύ βήμα•

    длинный шаг μακρύ βήμα.

    || πλθ. -и τα βήματα (ο κρότος των βημάτων).
    2. το βάδισμα•

    замедлить шаг επιβραδύνω το βήμα•

    ускорить шаг επιταχύνω το βήμα.

    (στρατ. κ. αθλητ.) βηματισμός. || το βάδην (αργός βηματισμός ή βάδισμα).
    3. μτφ. δοκιμαστική προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή•

    необдуманный шаг απερίσκεπτο βήμα•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα•

    важный шаг σοβαρό βήμα.

    4. (τεχ.) διάστημα•

    шаг винта το βήμα του κοχλία•

    шаг зубчатого колеса το βήμα του οδοντωτού τροχού•

    длина -а το μήκος του βήματος.

    εκφρ.
    первые -и (первый -) – τα πρώτα βήματα, το πρώτο βήμα (η αρχή, το πρώτο ξεκίνημα)•
    гигантскими или семимильными -ами идти (двигать(ся) вперд – με γιγαντιαία βήματα προχωρώ (αναπτύσσομαι γοργά και επιτυχώς)•
    черепашным -ом идти или двигаться вперд – προχωρώ με βήματα, χελώνας (αναπτύσσομαι, προοδεύω πολύ αργά)•
    в нескольких -ах – σε μερικά βήματα (σε μικρή απόσταση)•
    на каждом ή всяком -у – σε κάθε βήμα (παντού, συχνότατα)•
    один шаг ή на шаг – ένα βήμα (πλησιέστατα)•
    с первого -а – από το πρώτο βήμα (ευθύς εξ αρχής, από το πρώτο ξεκίνημα)•
    шаг за –ом κ. παλ. шаг за шаг:
    α) βήμα προς βήμα, αγάλια-αγάλια (αργά).
    β) βαθμιαία και σταθερά• отбивать (печать, чеканить κλπ.) шаг – βηματίζω σταθερά και, ρυθμικά• κροτώ βαδίζοντας•
    идти (шагать) шаг в шаг с кем – συμβαδίζω με κάποιον•
    сбиться с -а – χάνω το βήμα, δεν συμβαδίζω•
    в -у узки – (για παντελόνι) με στενεύει στο βάδισμα•
    ни на шаг ή ни -у (не отходить, не отступать) от кого-чего – δεν απομακρύνομαι, δεν το κουνάω από κάποιον, κάτι•
    ни -у назад – ούτε βήμα πίσω (ακλόνητος στη θέση)•
    ни -у вперд – ούτε βήμα μπροστά•
    -у (лишнего) не сделать ή не -у не сделать – μην κάνεις βήμα (μην επιχειρείς τίποτε)•
    -у сделать ή ступить не дают ή -у нельзя (невозможно) сделать – βήμα δε σε αφήνουν να δράσεις.

    Большой русско-греческий словарь > шаг

  • 7 удар

    α.
    1. χτύπημα•

    нанести удар καταφέρω χτύπημα•

    удар молотком χτύπημα με το σφυρί•

    отвести от себя удар αποφεύγω (αποκρούω) το χτύπημα•

    одним -ом με ένα χτύπημα.

    || χτύπος• κρότος•

    -ы топора τα χτυπήματα του τσεκουριού•

    подземные -ы υπόγειοι κρότοι.

    2. μτφ. πλήγμα• δεινό•

    -ы судьбы τα χτυπήματα της τύχης•

    перенести удар υπομένω το πλήγμα.

    3. ορμητική επίθεση ή χτύπημα•

    молненосный -κεραυνοβόλο πλήγμα•

    фяанговый удар πλευρική επίθεση•

    решительный удар αποφασιστικό χτύπημα.

    4. αποπληξία•

    он внезапно умер от -а αυτός ξαφνικά πέθανε από αποπληξία.

    εκφρ.
    под -ом (быть, находить(ся) – α) απειλούμαι από χτύπημα ή επίθεση• βρίσκομαι σε κίνδυνο, β) βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση•
    ставить под – βάζω σε κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > удар

  • 8 report

    [rə'po:t] 1. noun
    1) (a statement or description of what has been said, seen, done etc: a child's school report; a police report on the accident.) έκθεση, αναφορά/ σχολικός έλεγχος
    2) (rumour; general talk: According to report, the manager is going to resign.) φήμη, διάδοση
    3) (a loud noise, especially of a gun being fired.) κρότος (από εκπυρσοκρότηση)
    2. verb
    1) (to give a statement or description of what has been said, seen, done etc: A serious accident has just been reported; He reported on the results of the conference; Our spies report that troops are being moved to the border; His speech was reported in the newspaper.) αναφέρω
    2) (to make a complaint about; to give information about the misbehaviour etc of: The boy was reported to the headmaster for being rude to a teacher.) καταγγέλω
    3) (to tell someone in authority about: He reported the theft to the police.) αναφέρω
    4) (to go (to a place or a person) and announce that one is there, ready for work etc: The boys were ordered to report to the police-station every Saturday afternoon; Report to me when you return; How many policemen reported for duty?) παρουσιάζομαι
    - reported speech
    - report back

    English-Greek dictionary > report

  • 9 smash

    [smæʃ] 1. verb
    1) ((sometimes with up) to (cause to) break in pieces or be ruined: The plate dropped on the floor and smashed into little pieces; This unexpected news had smashed all his hopes; He had an accident and smashed up his car.) συντρίβω,κάνω κομμάτια,τσακίζω
    2) (to strike with great force; to crash: The car smashed into a lamp-post.) συγκρούομαι
    2. noun
    1) ((the sound of) a breakage; a crash: A plate fell to the ground with a smash; There has been a bad car smash.) (κρότος από)σύγκρουση/σπάσιμο/πάταγος
    2) (a strong blow: He gave his opponent a smash on the jaw.) δυνατό χτύπημα
    3) (in tennis etc, a hard downward shot.) καρφί
    - smash hit

    English-Greek dictionary > smash

  • 10 хруп

    α.
    χρακ (ο χαρακτηριστικός κρότος από το σπάσιμο).
    επιφ. χρακ.

    Большой русско-греческий словарь > хруп

  • 11 κόγχη

    Grammatical information: f.,
    Meaning: `mussel, cockle', also as measure and metaph. of several shell-like objects, `hollow of the ear, knee-cap, brain-pan, case round a seal, knob of a shield etc.' (Emp., Epich., Sophr., IA.).
    Other forms: also κόγχος m. (f.)
    Compounds: Some compp., e. g. κογχο-θήρᾱς m. `mussel-fisher' (Epich.).
    Derivatives: 1. Diminut. κογχίον (Antiph., Str.), κογχάριον (Str., Aret.). 2. κογχωτός `provided with a knob' (pap. IIIa). 3. κογχίτης ( λίθος) `shelly marble' (Paus.; Redard Les noms grecs en - της 55). 4. κογχαλίζειν πεποίηται ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν κόγχων H. (poss. after κροταλ-ίζειν: κρότ-αλα: κρότος); 5. as backformation κόγξ interjection, of the sound of the sherd falling in the voting urn etc. (H.); cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 482. 6. also κογχίζω `paint purple-read' with κογχιστής `painter' and κογχιστική `trade of purple-dueing' ( PGrenf. 2, 87); for *κογχυλίζω etc. (cf. on 7.). - Note 7. κογχύ̄λιον n. `mussel, animal and shell', also `purple-snail' (Epich., Sophr., Hdt., Hp., Arist.), from κογχύλη (only as v. l. Ph. 1, 536 and AP 9, 214); from κογχύλιον: κογχυλίας (Ar.) and κογχυλιάτης (X., Philostr.) = κογχίτης ( λίθος; Redard 56); κογχυλιώδης `κ.-like' (Str.), κογχύλιος `purple-coloured' (pap.), κογχυλιατός, - ιωτός `pointed with purple' (pap., Gloss.); also κογχυλεύς (for *κογχυλιεύς or from κογχύλη?) `purple-worker' (Korykos) with κογχυλευτής `purple-snail-fisher' and κογχυλευτική `trade of...' (Just.).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: With κόγχος one compares Skt. śaṅkhá- m. `mussel'. From κόγχη, κογχύλιον, κογχίτης Lat. concha, conchȳlium, conchīta; from κόγχη, κόγχος as measure also Lat. congius name of a measure (ending after modius); the -g- is unexplained. Schwyzer KZ 57, 262 n.); cf. Sturtevant Lang. 17, 4. - The word is clearly cognate with κόχλος, which shows that the forms are Pre-Greek (Fur. 131 etc.); this is confirmed by κοκάλια (- κκ-), κωκάλια (Fur. 131). If the comparison with Sanskrit is correct, the word may be a common loanword (Fur. 278).
    See also: Vgl. κόχλος.
    Page in Frisk: 1,889-890

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόγχη

См. также в других словарях:

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

  • κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπόκροτος — ον, Μ αυτός που κάνει κρότο, θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρότος (πρβλ. ἀπό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ιππόκροτος — ἱππόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνό κροτος, ποσσί κροτος] …   Dictionary of Greek

  • τράκα — η, Ν 1. ο ξηρός και οξύς κρότος που παράγεται από το χτύπημα μαστιγίου 2. σύγκρουση, ιδίως οχήματος, τρακάρισμα 3. φρ. α) «κάνω τράκα» ζητώ και αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τά επιστρέφω β) «κάνω τράκες» (συνήθως σχετικά με ενδυμασία)… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • τρίκροτος — η, ο / τρίκροτος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία 2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»