Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κογχιστής

См. также в других словарях:

  • κογχιστής — κογχιστής, ὁ (Α) [κογχίζω] ο βαφέας …   Dictionary of Greek

  • κογχιστική — κογχιστική, ἡ (Α) [κογχιστής] η βαφική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • στυπποκογχιστής — και στιπποκογχιστής, ὁ, Α αυτός που έβαφε χοντρά καννάβινα υφάσματα με πορφύρα ή με κοχύλια από τα οποία παραγόταν η πορφύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + κογχιστής «βαφέας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»