-
1 крот
[κρότ] ουσ. α. τυφλοπόντικας -
2 крот
[κρότ] ουσ α τυφλοπόντικας -
3 κροτέω
II knock, strike,λέβητας Hdt.6.58
; ;τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς D.54.9
; τινα Plu.2.10d: sens. obsc., IG 12(7).414 (Amorgos, cf. ):—[voice] Pass., to be beaten byrain, Ael. NA16.17.2 clap in sign of applause, κ. τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, Hdt. 2.60, X.Cyr.8.4.12;ταῖς χερσί Thphr.Char.19.10
: abs., applaud, X.Smp.9.4, D.21.226, etc.;ἐν θεάτρῳ Thphr.Char.11.3
: c.acc.,κ. τινά D.L.7.173
:—[voice] Pass., Arist.Po. 1456a10 (sed leg. κρατεῖσθαι), Pl. Ax. 368d, etc.;τέλειος ῥήτωρ καὶ κεκροτημένος Phld.Rh.2.128
S.; παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια are commended, Ath.5.182a (sed leg. < συγ>κεκρ.).b also in sign of disapproval, Plu.2.533a.3 κ. ὀδόντας gnash the teeth, Archil.Supp.2.9.4 of a smith, hammer, weld together, Luc.Lex.9: metaph., in [voice] Pass., to be wrought,κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pi.Fr. 194
, cf. Lyc.888: hence ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες one mass of trickery, Theoc.15.49; εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω 'strike while the iron is hot', AP10.20 ([place name] Adaeus).5 rattle, clash,χαλκώματα Plu.2.944b
: c. dat., κ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις make a rattling noise with them, in order to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16;κ. κυμβάλοις Luc.Alex.9
; satirically, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα [Μοῦσ' Εὐριπίδου] Ar.Ra. 1306, cf. Ael.NA2.11. -
4 κρότημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρότημα
-
5 κροτησίγομφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροτησίγομφος
-
6 κρότησις
A clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax. 365a; [ σιδήρου] Ph.Bel.71.44 (pl.);τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14
(v.l. for κροῦσις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρότησις
-
7 κροτησμός
κροτ-ησμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροτησμός
-
8 κροτητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροτητικός
-
9 κροτητός
2 κ. ἅρματα rattling, bumping chariots, S.El. 714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη music struck from the harp, Id.Fr. 241.II τὰ κροτητά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροτητός
-
10 ἴουλος
A down, the first growth of the whiskers and beard, in pl., : later in sg.,στείχει δ' ἴ. ἄρτι διὰ παρηΐδων A.Th. 534
;πρᾶτον ἴ. ἀπὸ κροτ άφων καταβάλλειν Theoc.15.85
;ἔτι χνοάοντας ἰούλους ἀντ έλλων A.R.2.43
; (Antip. Thess.);ἰούλοις πλῆσαι παρειάς IG14.1601
.IV creature like the centipede, prob. the wood-louse, Arist.HA 523b18, PA 682b3, Thphr.Sign.19,Arat.959; earthworm, Numen. ap. Ath.7.305a. -
11 κόγχη
Grammatical information: f.,Meaning: `mussel, cockle', also as measure and metaph. of several shell-like objects, `hollow of the ear, knee-cap, brain-pan, case round a seal, knob of a shield etc.' (Emp., Epich., Sophr., IA.).Other forms: also κόγχος m. (f.)Compounds: Some compp., e. g. κογχο-θήρᾱς m. `mussel-fisher' (Epich.).Derivatives: 1. Diminut. κογχίον (Antiph., Str.), κογχάριον (Str., Aret.). 2. κογχωτός `provided with a knob' (pap. IIIa). 3. κογχίτης ( λίθος) `shelly marble' (Paus.; Redard Les noms grecs en - της 55). 4. κογχαλίζειν πεποίηται ἀπὸ τοῦ ἤχου τῶν κόγχων H. (poss. after κροταλ-ίζειν: κρότ-αλα: κρότος); 5. as backformation κόγξ interjection, of the sound of the sherd falling in the voting urn etc. (H.); cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 482. 6. also κογχίζω `paint purple-read' with κογχιστής `painter' and κογχιστική `trade of purple-dueing' ( PGrenf. 2, 87); for *κογχυλίζω etc. (cf. on 7.). - Note 7. κογχύ̄λιον n. `mussel, animal and shell', also `purple-snail' (Epich., Sophr., Hdt., Hp., Arist.), from κογχύλη (only as v. l. Ph. 1, 536 and AP 9, 214); from κογχύλιον: κογχυλίας (Ar.) and κογχυλιάτης (X., Philostr.) = κογχίτης ( λίθος; Redard 56); κογχυλιώδης `κ.-like' (Str.), κογχύλιος `purple-coloured' (pap.), κογχυλιατός, - ιωτός `pointed with purple' (pap., Gloss.); also κογχυλεύς (for *κογχυλιεύς or from κογχύλη?) `purple-worker' (Korykos) with κογχυλευτής `purple-snail-fisher' and κογχυλευτική `trade of...' (Just.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With κόγχος one compares Skt. śaṅkhá- m. `mussel'. From κόγχη, κογχύλιον, κογχίτης Lat. concha, conchȳlium, conchīta; from κόγχη, κόγχος as measure also Lat. congius name of a measure (ending after modius); the -g- is unexplained. Schwyzer KZ 57, 262 n.); cf. Sturtevant Lang. 17, 4. - The word is clearly cognate with κόχλος, which shows that the forms are Pre-Greek (Fur. 131 etc.); this is confirmed by κοκάλια (- κκ-), κωκάλια (Fur. 131). If the comparison with Sanskrit is correct, the word may be a common loanword (Fur. 278).See also: Vgl. κόχλος.Page in Frisk: 1,889-890Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόγχη
-
12 κρότος
Grammatical information: m.Meaning: `beat of the feet, clapping of the hands, of rowers etc., noise, clapping, applause' (Att. etc.).Compounds: Often as 2. member, e.g. μονό-, δί-, τρί-κροτος `with one, two, three rows of rowers' (E., X., Plb.; Morrison Class. Quart. 41, 122 ff.), ἱππό-κροτος `beaten by horses, sounding from the beat of horses' (Pi., E.), ἀπό-κροτος `beaten hard' (Th., X.).Derivatives: κροτέω, also with preflx, esp. συν-, in diverse meanings, `rattle (make), beat, stamp' (O 453, IA.) with κρότημα (S., E.), - ησμός (A. Th. 561, after ὀρχησμός? Chantraine Formation 141), - ησις ([Pl.] Ax., Ph. Bel.), - ητικός (Dosith.). - κρόταλα n. pl. `clapper, castanets' (h. Hom., Pi., Hdt.), sg. metaph. `boaster' (Ar., E.), with κροτάλια n. pl. `(clappering) ear-rings' (pap.), NGr. κροταλίας, - ίτης `clappersnake?' (Redard Les noms grecs en - της 83), κροταλίζω `clapper' (A 160, Hdt. usw.) with - ίστρια, - ιστρίς `castanetteplayer' (pap.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On κρόταφος, - φίς s. v. As soundverb compare κροτέω with κομπέω, κοναβέω, δουπέω, βρομέω, partly denomin., partly intensive deverbatives (see s. vv. and Schwyzer 726 w. n. 5). The earlier and more often attestations of κροτέω compared with κρότος speak for the priority of the verb. - The only usable comparison gives a German. verb with inner (orig. only presential?) nasalising, OE hrindan, hrand, OWNo. hrinda, hratt `push' (IE * kre-n-t-? Pok. 621); the analysis rests only on the comparison with κροτ-, and must prob. be rejected. - Wrong connections in Bq s. v.Page in Frisk: 2,26Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρότος
См. также в других словарях:
επικροταλίζω — ἐπικροταλίζω (Α) χτυπώ με κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κροτ αλ ίζω (< κρόταλ ον (πρβλ. έτ αλ ον) < κροτ έω)] … Dictionary of Greek
-αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον … Dictionary of Greek
καύκαλο — το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον) νεοελλ. το όστρακο τής χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι νεοελλ. μσν. κεφάλι, κρανίο μσν. 1. το άτομο 2. το ξεροψημένο πάνω μέρος τής πίτας ή τού ψωμιού 3. το πάνω μέρος τού υποδήματος που… … Dictionary of Greek
κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… … Dictionary of Greek
κρούπαλα — κρούπαλα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι*, (αἱ), με επίθημα αλον/αλα (πρβλ. κρότ αλα)] … Dictionary of Greek
κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… … Dictionary of Greek
πατησμός — ὁ, Α 1. η πράξη τού πατῶ, η καταπάτηση με τα πόδια, το πάτημα κάποιου πράγματος 2. το αλώνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατησ τού αορ. τού πατῶ + κατάλ. μός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κροτ ησμός, λοιδορ ησμός, ναυαγ… … Dictionary of Greek
πόρταλο — το, Ν μικρή πόρτα, πορτούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτα + κατάλ. αλο (πρβλ. κρότ αλο, πέτ αλο] … Dictionary of Greek
ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… … Dictionary of Greek
σκέραφος — και σχέραφος Α (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα α φος, πρβλ. κρότ α φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ (βλ. και λ. σκερβόλλω)] … Dictionary of Greek
σκιρτών — ῶνος, ὁ, Α (για άνδρα) ασελγής, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κροτ ών)] … Dictionary of Greek