Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κροτ-

См. также в других словарях:

  • επικροταλίζω — ἐπικροταλίζω (Α) χτυπώ με κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κροτ αλ ίζω (< κρόταλ ον (πρβλ. έτ αλ ον) < κροτ έω)] …   Dictionary of Greek

  • -αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον …   Dictionary of Greek

  • καύκαλο — το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον) νεοελλ. το όστρακο τής χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι νεοελλ. μσν. κεφάλι, κρανίο μσν. 1. το άτομο 2. το ξεροψημένο πάνω μέρος τής πίτας ή τού ψωμιού 3. το πάνω μέρος τού υποδήματος που… …   Dictionary of Greek

  • κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… …   Dictionary of Greek

  • κρούπαλα — κρούπαλα, τὰ (Α) κρούπεζαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. παρλλ. τ. τής λ. κρούπεζαι*, (αἱ), με επίθημα αλον/αλα (πρβλ. κρότ αλα)] …   Dictionary of Greek

  • κύμβαλο — Κρουστό μουσικό όργανο. Είναι κατασκευασμένο από μέταλλο (συνήθως κράματα ορειχάλκου) και έχει κυκλικό, επίπεδο και πολλές φορές κοίλο σχήμα. Ο ήχος προκύπτει από την κρούση του είτε με κάποιο άλλο κ. είτε με κάποιο όργανο κρούσης (μπαγκέτα,… …   Dictionary of Greek

  • πατησμός — ὁ, Α 1. η πράξη τού πατῶ, η καταπάτηση με τα πόδια, το πάτημα κάποιου πράγματος 2. το αλώνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατησ τού αορ. τού πατῶ + κατάλ. μός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κροτ ησμός, λοιδορ ησμός, ναυαγ… …   Dictionary of Greek

  • πόρταλο — το, Ν μικρή πόρτα, πορτούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρτα + κατάλ. αλο (πρβλ. κρότ αλο, πέτ αλο] …   Dictionary of Greek

  • ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… …   Dictionary of Greek

  • σκέραφος — και σχέραφος Α (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα α φος, πρβλ. κρότ α φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ (βλ. και λ. σκερβόλλω)] …   Dictionary of Greek

  • σκιρτών — ῶνος, ὁ, Α (για άνδρα) ασελγής, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κροτ ών)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»