-
1 ἱππό-κροτος
ἱππό-κροτος, vom Hufschlage der Rosse ertönend, ὁδός Pind. P. 5, 86, γυμνάσια, δάπεδα Eur. Hipp. 229 Hel. 207;. Συρίη Posidip. 3 (XII, 131).
-
2 κρότος
Grammatical information: m.Meaning: `beat of the feet, clapping of the hands, of rowers etc., noise, clapping, applause' (Att. etc.).Compounds: Often as 2. member, e.g. μονό-, δί-, τρί-κροτος `with one, two, three rows of rowers' (E., X., Plb.; Morrison Class. Quart. 41, 122 ff.), ἱππό-κροτος `beaten by horses, sounding from the beat of horses' (Pi., E.), ἀπό-κροτος `beaten hard' (Th., X.).Derivatives: κροτέω, also with preflx, esp. συν-, in diverse meanings, `rattle (make), beat, stamp' (O 453, IA.) with κρότημα (S., E.), - ησμός (A. Th. 561, after ὀρχησμός? Chantraine Formation 141), - ησις ([Pl.] Ax., Ph. Bel.), - ητικός (Dosith.). - κρόταλα n. pl. `clapper, castanets' (h. Hom., Pi., Hdt.), sg. metaph. `boaster' (Ar., E.), with κροτάλια n. pl. `(clappering) ear-rings' (pap.), NGr. κροταλίας, - ίτης `clappersnake?' (Redard Les noms grecs en - της 83), κροταλίζω `clapper' (A 160, Hdt. usw.) with - ίστρια, - ιστρίς `castanetteplayer' (pap.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: On κρόταφος, - φίς s. v. As soundverb compare κροτέω with κομπέω, κοναβέω, δουπέω, βρομέω, partly denomin., partly intensive deverbatives (see s. vv. and Schwyzer 726 w. n. 5). The earlier and more often attestations of κροτέω compared with κρότος speak for the priority of the verb. - The only usable comparison gives a German. verb with inner (orig. only presential?) nasalising, OE hrindan, hrand, OWNo. hrinda, hratt `push' (IE * kre-n-t-? Pok. 621); the analysis rests only on the comparison with κροτ-, and must prob. be rejected. - Wrong connections in Bq s. v.Page in Frisk: 2,26Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρότος
-
3 ἱππόκροτος
ἱππό-κροτος, ον,A sounding with the tramp of horses,ὁδός Pi.P.5.92
; (anap.);ἱ. δάπεδα γυμνάσιά τε Id.Hel. 207
(lyr.), cf. AP12.131 (Posidipp.): in late Prose, Chor.Lyd.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόκροτος
-
4 ἱππόκροτος
-
5 ιπποκροτος
См. также в других словарях:
ιαμβόκροτος — ἰαμβόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππό κροτος, κωδωνό κροτος] … Dictionary of Greek
μεγάκροτος — μεγάκροτος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος, χαλκό κροτος)] … Dictionary of Greek
χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
ποδίκροτος — ον, Α αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. τού πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος)] … Dictionary of Greek
ποσσίκροτος — ον, Α 1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,) 2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. τού πούς + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος)] … Dictionary of Greek
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek