-
1 ἀπόπτωσις
2ἀ. τῆς ἀρχῆς
deposition,Ath.
12.530a.3 direction in which a force is exerted, Ph. Bel.73.7.4 vanishing, disappearance, negation,τὸ μηδαμῶς ὂν ἀ. ἐστι τοῦ ὄντος Dam.Pr.8
; eclipse, τοῦ εἰδώλου ib. 433.II declension from,καθήκοντος Chrysipp.Stoic.2.51
, M.Ant.10.12, Procl.Inst. 209 (pl.);τῆς εὐσεβείας Hierocl. in CA11p.442M.
; κατὰ ἀπόπτωσιν, opp. κατὰ κατόρθωσιν, Herm. in Phdr.p.166A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόπτωσις
-
2 εὐθύς
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht. 194b, R. 602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib. 436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.;εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4
;ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100
;ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93
; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg. 716a;εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr. 195
; τὴν εὐ. E.Med. 384;ἐπ' εὐθείας D.S.19.38
, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so alsoεἰς τὸ εὐ.βλέπειν X.Eq.7.17
, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐ. τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to.., Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14.2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, ;κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28
;ῥῆτραι Tyrt.4.6
;τόλμα Pi.O. 13.12
;δίκα Id.N.10.12
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, cf.Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134
([place name] Gonni);ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp. 492
;τὸ εὐ. τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht. 173a
; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐ. ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐ., opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem.,τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7
;ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e
; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν by direct reasoning, Dam.Pr. 432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42.3 εὐθεῖα, ἡ, as Subst.,a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr. 49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: [comp] Comp.,εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech. 855a24
.b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE 182a3.B as Adv., [full] εὐθύς and [full] εὐθύ, the former prop. of Time, the latter of Place, Phryn.119, etc.I [full] εὐθύ, of Place, straight, usu. of motion or direction, straight to..,h.Merc.
342; ; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards.., X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq. 254, Av. 1421;εὐ.τοῦ Διός Id. Pax68
;εὐ. τοὐρόφου Eup.47
; , cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to.., Pl.Thg. 129a (s.v.l.); cf. ἰθύς.b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite.., Max.Tyr.15.7.3 rarely of Time, Philoch.144, Arist.Rh. 1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22.II [full] εὐθύς,1 of Time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41;ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers. 361
;ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj. 317
;τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1
, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words,τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83
;εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101
; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα); εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar. Pax84
(anap.);εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16
; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol. 1287b10;εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti. 24b
;ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1
; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R. 485d, 519a;εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20
: with a part.,εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39
;εὐ. ἥκων X.An.4.7.2
;εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127
; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht. 186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist. Metaph. 1004a5, cf.Po. 1452a14: with Subst.,ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5
.2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 (condemned by Phot.);εὐ. Λυκείου Pherecr.110
, cf. Arist.HA 498a32, etc.3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men. 100a.4 like αὐτίκα 11: for instance, to take the first example that occurs,ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol. 1277a6
, cf. Cael. 284b10, etc.;οἷον εὐθύς Cleom. 1.1
, D.Chr.11.145.C regul. Adv. [full] εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC 994, E. Fr.31, Pl.Phd. 63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11;ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4
;εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20
, D.52.6.2 = εὐθύς B. 11.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. ( εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.) -
3 περίπτωσις
A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.III experience, ξυγκαταινέω.. τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιοςποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1
; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit. ; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa ;κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29
, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίπτωσις
См. также в других словарях:
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
ηπατόπτωση — η ιατρ. μετατόπιση τού ήπατος προς τα κάτω, η οποία προέρχεται από χαλάρωση τών συνδέσμων που τό συγκρατούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatoptosis < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + ptosis (πρβλ. πτώσις)] … Dictionary of Greek
μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek