Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπόνιπτρον

См. также в других словарях:

  • απόνιπτρον — ἀπόνιπτρον, το (Α) απόπλυμα, βρομόνερο …   Dictionary of Greek

  • ἀπόνιπτρον — water used for washing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονίπτρῳ — ἀπόνιπτρον water used for washing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόνιπτρα — ἀπόνιπτρον water used for washing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάνιπτρον — τὸ, Α νερό για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίπτρον (< νίζω / νίπτω) μέσω αμάρτυρου τύπου *ποδαπό νιπτρον (< πούς, ποδός + ἀπόνιπτρον «απόπλυμα, βρομόνερο») με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς: ἀμφιφορεύς). Ο τ. ποδόνιπτρον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»