Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μολπάς

См. также в других словарях:

  • μολπᾶς — μολπᾶ̱ς , μολπάζω sing of fut ind act 2nd sg (doric) μολπή dance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολπάς — μολπά̱ς , μολπή dance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρύρροος — δακρύρροος, ον (AM) όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς ρους < ρέω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»