-
1 ἀπο-σύρω
ἀπο-σύρω, abziehen, abreißen, ἀπέσυρε Theocr. 42, 105; übh. wegschaffen, τὰς ἐπάλξεις Thuc. 7, 43; τὴν ἐπιπολῆς γῆν Pol. 34, 10, 10; τοὺς πολεμίους 10, 15, 1.
-
2 σύρω
Grammatical information: v.Meaning: `to draw, to trail, to drag, to pull, to ravish, to sweep'(IA.).Other forms: Aor. σῦραι, pass. σῠρῆναι (late), fut. συρῶ (LXX), perf. σέσυρμαι, - κα (hell. a. late).Compounds: Very often w. prefix in diff. shades of meaning, e.g. δια- (also `to hackle, to mock'), ἐπι- (also `to be, treat neglectful etc.'), κατα-, παρα-. As 1. member in σύργαστρος (s.v.)?Derivatives: 1. σύρμα ( ἀπό-, ἐπί-, παρά-, περί-) n. `train-dress, sweepings, dragging movement' (Ion., X., hell. a. late) with συρμα-τῖτις κόπρος `manure-heap consisting of sweepings' (Thphr.; Redard 109), - τικη φωνή `drawn-out accent' (VIIp), - τὶς στρατιά ἡ τὰ συμψήγματα καὶ φρύγανα σύρουσα καὶ συλλέγουσα H. 2. συρμός ( ἐπι-, περι-, ὑπο-) m. `grinding, dragging, pulling movement' (of a wind, a gulf, a meteor, a snake a.o.; Arist. etc), `the vomiting' (Nic.); δια- σύρω `the pulling apart, to bemock' (hell. a. late); from this συρ-μάδες f. pl. `snowdrifts' (late), - μαία, Ion. - μαίη f. `vomitive, radish' (Ion., Ar. etc.), also name of a Lacon. priestrank (inscr., H.), with - μαΐζω `to take a vomitive', -μαϊσμός m. (Hdt., medic.), - μίον λάχανόν τι σελίνῳ ἐοικός H., - μιστήρ ξυλο-πώλης H. 3. συρμή f. `trailing tail of a snake' (sch.). -- 4. σύρ-της m. `towing-rope' (Man., H.), - τῶν gen. pl. (nom. sg. - της or - τός) name of a dance (Akraiphia Ip), διασύρ-της m. `slanderer' (Ptol.), δια-, ἐκ-συρτικός (hell. a. late). 5. ἀνασυρτ-όλις f. `lewd woman' (Hippon.; cf. οἰφόλις and Chantraine Form. 237 f.). 6. Prob. also Σύρτις f. name of a sea-gulf on the northcoast of Africa with sandy shores and dangerous breakers (Hdt. etc.) as "the pulling one" (cf. v. Wilamowitz on Tim. Pers. 99); metaph. `destruction' (Tim. Pers. 99, H.). 7. σύρσις f. ( διά- σύρω) `the drawing of a plough' (late). -- With φ -enlargement: 8. σύρφη φρύγανα H. 9. συρφ-ετός m. `sweepings, filth' (Hes., Call., Plu. a.o.), `rabble' (Pl. a.o.) with - ετώδης `vulgar' (Plb., Luc. a.o.); cf. νιφετός a.o. (Chantraine Form. 300, Schwyzer 501). 10. -ᾱξ m. `rabble' (Ar. V. 673 [anap.], Luc.), popular-hypocoristic formation. -- On σύρφος s. σέρφος. Cf. ἀσυρής.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Prob. to σαίρω `sweep' (s. v. w. lit.), but without certain cognates outside Greek. With σύρφ-η, - ετός, - αξ one compares a Germ. word for `sweep, turn (sweep turning), wipe off' in Goth. af-, bi-swairban ' εξαλεῖψαι, ἐκμάξαι', OHG swerban `drive quickly to and fro, whirl, wipe off' etc., to which also Celt., e.g. Welsh chwerfu `whirl, turn around' (Persson Stud. 55, WP. 2, 529f., Pok. 1050f. w. lit.). The semant. certainly possible connection presents the same phonetic problem as σέλας, σῦς etc. (s. vv.). In auslaut agrees σύρφη, prob. not accidentally, to the synonymous κάρφη; so formally influenced by it? An old variation bh: m in σύρ-φη: συρ-μός (Specht Ursprung 269) does not help; but it would show Pre-Greek origin -- The connection with σαίρω, both from *tu̯r̥- is hardly convincing.Page in Frisk: 2,823-824Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σύρω
-
3 ἀποσύρω
ἀπο-σύρω, abziehen, abreißen; übh. wegschaffen -
4 αποσυρω
1) срывать(τὰς ἐπάλξεις Thuc.)
2) раздирать(μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.)
3) разрывать, выравнивать(τέν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.)
4) сметать, прогонять(τοὺς πολεμίους Polyb.)
-
5 тащить
тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -оρ.δ.μ.1. σύρω, σέρνω, τραβώ•тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•
тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•
тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.
|| βγάζω τραβώντας•тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.
2. κουβαλώ• μεταφέρω•тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.
|| φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.3. οδηγώ•тащить за руку οδηγώ από το χέρι•
тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.
4. βγάζω, εξάγω•гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•
тащить зуб βγάζω το δόντι•
тащить занозу βγάζω την αγκίδα•
тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.
5. κλέβω.1. σύρομαι, σέρνομαι•подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.
2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.
3. πηγαίνω, ταξιδεύω. -
6 оттянуть
-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.
|| παρασύρω•течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.
|| σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.
2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.
3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.4. (τεχ.)επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.5. βλ. оттопырить.εκφρ.оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.
2. κρέμομαι από το βάρος. -
7 сверху
επίρ.1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.
2. από πάνω, εκ των άνω•вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•
вид сверху άποψη από πάνω•
смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.
3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.
εκφρ.сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•сверху донизу – από πάνω ως κάτω•провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση). -
8 выбрать
-беру, -берешь ρ.σ.μ.1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•
выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•
выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.
2. εκλέγω με ψηφοφορία•выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.
3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.
|| εξαντλώ, καταναλώνω•выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.
4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.
5. λαβαίνω, παίρνω•выбрать патент παίρνω πατέντα,
απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.
|| απαλλάσσομαι•выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.
2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.3. βλ. выбрать (4 σημ.). -
9 σύρμα
A anything trailed or dragged:I a theatric robe with a long train, Arr.Epict.1.29.41, Poll.7.67, An.Par.1.19; σ. ἱματίου train, Ptol.Tetr.24; without ἱματίου, Heph.Astr.1.1; Lat. syrma, Juv.8.229, Mart.4.49.8, al.; cf.σύρω 1
,συρτός 11
: periphr., σύρμα πλοκάμων long flowing hair, AP5.12 (Phld.); σ. τερηδόνος a long woodworm, ib.12.190 (Strat.).3 Medic., perh. abrasion, scaly skin-disease, Hp.Epid.4.30;ἀπὸ.. συρμάτων ἀποθνῄσκοντες Ptol.Tetr. 201
(butκλασμάτων Procl.
ad loc.); cf.ἀπόσυρμα 1.1
.II dragging, trailing motion,μόσχων Mesom.Sol.23
; trail left by a serpent, D.Chr.5.19, Ael.NA9.61:— σ. Ἀντιγόνης a place at Thebes, where Antigone was said to have dragged the body of Polynices to his brother's pyre, Paus.9.25.2.2 Music, drawing out or prolonging the tones, Ptol.Harm.2.12.3 syrma, = dictio longa, Gloss. -
10 задёрнуть
ρ.σ.μ. τραβώ, χαμηλώνω, σύρω, κλείνω•задёрнуть полог κλείνω το στόρι.
|| καλύπτω, σκεπάζω•небо -ло облаками ο ουρανός έκλεισε από σύννεφα.
σκεπάζομαι, καλύπτομαι, κλείνομαι•задёрнуть туманом, дымом καλύπτομαι από ομίχλη, καπνό.
-
11 водить
водитьнесов1. ὁδηγώ, ἄγω, φέρω:\водить слепого ὀδηγώ (или. συνοδεύω) τόν τυφλό· \водить детей гулять συνοδεύω τά παιδιά στον περίπατο, πηγαίνω τά παιδιά περίπατο·2. (управлять поездом, трамваем и т. п.) ὀδηγώ:\водить машину ὀδηγώ αὐτοκίνητο·3. (по поверхности) σύρω, σέρνω:\водить смычком σέρνω τό δοξάρι, τραβώ δοξαριά· ◊ \водить глазами περιφέρω τό βλέμμα μου· \водить за нос разг σέρνω (τραβώ) ἀπό τή μύτη· \водить дружбу ἔχω φιλία. -
12 вынуть
-ну, -нешь, προστκ. вынь, ρ.σ.μ.1. βγάζω, εξάγω, τραβώ, σύρω έξω•вынуть деньги из кармана βγάζω χρήματα από τη τσέπη•
вынуть нож τραβώ μαχαίρι.
2. (κοπτική) φτιάχνω εσοχή.εκφρ.вынуть душу ή дух – (διαλκ.) βγάζω την ψυχή (καταβασανίζω)•вынуть душу ή сердце – παλ. βγάζω την ψυχή (βασανίζω ψυχικά, ηθικά).βγαίνω, εξάγομαι, εμφανίζομαι. -
13 задвинуть
ρ.σ.1. σπρώχνω, ωθώ• χώνω•задвинуть сапоги под кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω από το κρεβάτι.
|| κλείνω•задвинуть дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο.
|| φράζω, εμποδίζω τη θέα•2. τραβώ, σύρω•задвинуть занавес κλείνω την κουρτίνα•
задвинуть задвишку περνώ το σύρτη.
σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -лся засов περάστηκε ο σύρτης. -
14 притянуть
ρ.σ.μ.1. τραβώ, έλκω, σύρω, σέρνω•притянуть лодку к берегу τραβώ τη βάρκα στην ακτή•
притянуть за волосы τραβώ από τα μαλλιά•
притянуть магнитом τραβώ με το μαγνήτη.
2. καλώ, κλητεύω•притянуть к ответу καλώ να απολογηθεί, να δό-σει λόγο•
притянуть к суду σέρνω στο δικαστήριο.
εκφρ.притянуть за волосы ή за уши – το παρατραβώ, το παρακάνω προβάλλω ασύστατες δικαιολογίες, κρίσεις.τραβιέμαΊ, έλκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
15 стащить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стащенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. σέρνω, σύρω, μεταφέρω σέρνοντας•стащить мешок σέρνω το τσουβάλι.
|| παίρνω•стащить скатерть со стола παίρνω το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.
|| βγάζω•стащить чулки βγάζω τις κάλτσες•
стащить сэлоги βγάζω τις μπότες.
2. τραβώ•стащить лодку в воду τραβώ τη βάρκα στο νερό.
|| παρασύρω? его -ли в церковь τον πήραν στην εκκλησία.3. κλέφτω, βουτώ.βγαίνω• αφαιρούμαι• μετακινούμαι με δυσκολία. -
16 σαρκάζω
Grammatical information: v.Meaning: rare verb of controversial meaning: related to dogs that are stubborn and bite ravenously ( γλισχρότατα σαρκάζοντες Ar. Pax 482), to grazing horses (Hp. Art. 8); to biting the lips angrily (Gal. 19, 136), with which seems to agree the meaning given in lexica `to mock bitterly, grimly' ( ἐπι- σαρκάζω Ph.), e.g. H.: σαρκάζει μειδιᾳ̃, εἰρωνεύεται, καταγελᾳ̃, ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι; σαρκάσας μετὰ πικρίας η ἠρέμα τὰς τῶν χειλέων σάρκας διανοίξας, γελάσας).Derivatives: σαρκασμός m. `grim scorn' (Hdn., Phryn.); unclear the com. formation σαρκασμο-πιτυοκάμπται pl. (Ar. Ra. 966).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: No completely convincing argumentation of the most obvious connection with σάρξ has been given. In Ar. Pax 482 a meaning `remove the flesh, gnaw the flesh from the bones' (cf. σαρκίζω) is quite possible; the word would then have been transferred to grazing horses (Hp.). In the further development of the meaning the connection with σέσηρα (s. H. above σαρκάζων... καὶ σεσηρώς Ph. 2, 597) may have played a role. -- σύρκιζε σάρκαζε H. can either be Aeolic ( σύρκες = σάρκες) or be influenced by σύρω. -- Older lit. in Bq.Page in Frisk: 2,678-679Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαρκάζω
См. также в других словарях:
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
καθελκύω — σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)] … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
προσκατασπώ — άω, Α 1. (κυρίως για πλοίο) σύρω προς τα κάτω, από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («ναῡς προσκατασπάσαντας αὑτοῑς ἀποστεῑλαι», Πολ.) 2. παθ. προσκατασπῶμαι, άομαι (για εμετό) εξάγομαι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατασπῶ «σύρω προς τα … Dictionary of Greek