Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱματίου

См. также в других словарях:

  • ἱματίου — ἱ̱ματίου , ἱμάτιον a piece of dress neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FIMBRIA ex FIBRUM — FIMBRIA, ex FIBRUM quod Antiqui dicebant extremum, Varr. ex fine, ora vestimentorum, est extremitas vestium Nonio: Hinc Isid. Fimbriae vocatae sunt orae vestimentorum, h. e. fines. Graecis est πέζα, κράσπεδον, θύσανος, κροςςος: e quibus tamen… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANNI — pro institis: Ita tunica Iosephi Gen. c. 37. v. 3. et 34. quam Graeci Interpres ποικίλον χιτῶνα reddiderunt, Latinus polymitam; Hieronym. modo polymitam, modo variam: in paraphrasi Ionathanis, Paragoda nominatur. Dicebatur autem sic vestis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NIGER Deus — apud Slavos olim, Satanas dictus est. Helmoldus l. 1. c. 53. Est autem Slavorum miserabilis error; nam in canviviis et compotantionibus suis pateram circumferunt, in quam conferunt, non dicam consecrationis, sed exsecrationis, verba, sub nomine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIPARIUM — ex separium, Graece τὸ ήμιφάριον, quasi ἥμισυ ἱματίου, dimidium vestimenti, dictum est. Φᾶρος enim Graeci dixêre omne vestimentum, quod inicitur, circumicitur atque etiam insternitur: quomodo pallium apud Latinos sumebatur. Α` Φᾶρος autem Latinum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίξυλον — ἐπίξυλον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπὶ παραστροφίδα τοῡ ὑφαινομένου Ιματίου» …   Dictionary of Greek

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • λέγνον — λέγνον, τὸ (Α) 1. η έγχρωμη παρυφή τού ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια 2. τα άκρα τής μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • λήδος — λῆδος, δωρ. τ. λᾱδος, τὸ (Α) 1. είδος ευτελούς ελαφρού ιματίου, θερινού ενδύματος 2. φθαρμένο τριβώνιο*, χλαμύδα, πανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον τ. λῆνος «μαλλί, έριον». Η σύνδεση ταιριάζει με τη σημ. τής λέξης …   Dictionary of Greek

  • πάλλιο(ν) — και παλλίο(ν), το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον) επενδύτης νεοελλ. 1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους τής Δυτικής Εκκλησίας, ως… …   Dictionary of Greek

  • παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»