-
1 συρτός
συρτόςswept: masc nom sgσυρτόςswept: masc nom sg -
2 συρτός
------------------------------------Aἡ τῶν συρτῶν πάτριος ὄρχησις IG7.2712.66
(Acraephia, i A.D.). -
3 συρτός
συρτός, gezogen, geschleppt; vom Wasser, geschlämmt, ἡ συρτὴ βῶλος ἡ ἀργυρῖτις, Pol. 34, 9, 10; zu ziehen, zu schleppen, Sp. Bei Poll. 4, 118 ein Schleppkleid.
-
4 συρτος
-
5 συρτός
συρτός, gezogen, geschleppt; vom Wasser, geschlämmt; zu ziehen, zu schleppen; ein Schleppkleid -
6 συρτός
η, ό 1. ползающий по земле; волочащийся;φέρω κάτι συρτό — приволочить что-л.;
'§ συρτή φωνή — низкий, протяжный голос;
2. (ο) сиртос (греческий народный танец) -
7 συρτός
[сиртос] εκ. волочащийся по земле,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συρτός
-
8 συρτός
[сиртос] ουσ. а. сиртосΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συρτός
-
9 συρτός
[сиртос] επ волочащийся по земле. -
10 συρτός
[сиртос] ουσ α сиртос. (греческий народный танец). -
11 πάν-συρτος
πάν-συρτος, Alles mit sich schleppend, oder von allen Seiten zusammengebracht, geschleppt, Soph. El. 851, πανσύρτῳ πολλῶν δεινῶν τ' ἀχέων αἰῶνι, Schol. τῷ πάντα σύροντι τὰ κακά.
-
12 χαμαί-συρτος
χαμαί-συρτος, auf dem Boden hingezogen, Greg. Naz.
-
13 ἀγά-συρτος
ἀγά-συρτος nannte Alcaeus (frg. 6) den Pittakus nach Dio K, Laert. 1, 81, der es ἐπισεσυρμένος καὶ ῥυπαρός erklärt.
-
14 συρτά
συρτόςswept: neut nom /voc /acc plσυρτά̱, συρτόςswept: fem nom /voc /acc dualσυρτά̱, συρτόςswept: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 συρτόν
συρτόςswept: masc acc sgσυρτόςswept: neut nom /voc /acc sgσυρτόςswept: masc acc sg -
16 συρτοί
συρτόςswept: masc nom /voc plσυρτόςswept: masc nom /voc pl -
17 συρτήν
συρτόςswept: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 συρτών
σύρτηςcord for drawing with: masc gen plσυρτόςswept: fem gen plσυρτόςswept: masc /neut gen plσυρτόςswept: masc gen pl -
19 συρτῶν
σύρτηςcord for drawing with: masc gen plσυρτόςswept: fem gen plσυρτόςswept: masc /neut gen plσυρτόςswept: masc gen pl -
20 συρτού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συρτός — swept masc nom sg συρτός swept masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek
συρτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρπει: Ήρθε συρτός και δεν έγινε αντιληπτός. 2. αυτός που σέρνεται: Τον έβγαλαν έξω συρτό. 3. «συρτή φωνή», αυτή που έχει διάρκεια και ακούγεται σαν να σέρνεται. ο είδος χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρτά — συρτός swept neut nom/voc/acc pl συρτά̱ , συρτός swept fem nom/voc/acc dual συρτά̱ , συρτός swept fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτόν — συρτός swept masc acc sg συρτός swept neut nom/voc/acc sg συρτός swept masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτοί — συρτός swept masc nom/voc pl συρτός swept masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτοῦ — συρτός swept masc/neut gen sg συρτός swept masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακεδονικός — Συρτός χορός που χορεύεται κυρίως στην περιοχή της Πυλαίας και είναι γνωστός και ως χορός των Καπουτζήδων. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν ανοιχτό κύκλο με το μέτωπο προς το κέντρο και τα πόδια σε στάση προσοχής· τα χέρια συνδέονται από τον… … Dictionary of Greek
συρτήν — συρτός swept fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτῶς — συρτός swept adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek