-
1 σεύομαι
1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) O. 1.20ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61
esp. part.,ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν P. 4.135
[ σευόμενοι ( γευόμενοι v. l.) I. 1.21] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.5 adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3. -
2 ἀποσεύομαι
ἀπο-σεύομαι ( σεύω), only aor. ἀπέσσυτο, -εσσύμεθα, part. ἀπεσσύμενος: rush away, hurry away, Od. 9.396 ; δώματος, Il. 6.390.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποσεύομαι
-
3 σευω
(impf. ἔσσευον - эп. σεῦον, aor. 1 ἔσσευα - эп. σεῦα; med.: praes. σεύομαι и σοῦμαι, aor. 2 ἐσ(σ)ύμην с ῠ - эп. 3 л. sing. σύτο, part. σύμενος; pass.: aor. ἐσ(σ)ύθην и σύθην, pf. со знач. praes. ἐσσῠμαι - part. ἐσσυμένος и ἐσσύμενος, ppf. ἐσσύμην) тж. med.1) гнать, преследовать(τινά Hom.)
2) прогонять, отгонять(λέοντα ἀπὸ μεσσαύλοιο Hom.; κακότητα ἀπὸ καρήνου HH.)
3) выгонять(ἐκ πεδίοιο ἵππους Hom.)
4) погонять или (от)пускать5) отбрасывать(σ. τινὰ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ΄ ἀείρας Hom.)
6) подгонять, подталкивать, побуждать(νόον πρὸς μόχθον Anth.)
7) натравливать(κύνας ἐπὴ συῒ καπρίῳ Hom.)
8) бросать, швырятьσ. τι κυλίνδεσθαι Hom. — покатить что-л.;
στρόμβον σ. Hom. — запускать кубарь;αἷμα σ. Hom. — пускать кровь струей9) med.-pass. (тж. ποσσὴν σ. Hom.) устремляться, бросаться, спешить(ἐπὴ τεύχεα Hom.)
σεύεσθαι διώκειν Hom. — бросаться в погоню;σεύεσθαι ἐπ΄ ὄρεα Hom. — мчаться по горам;αἷμα σύτο Hom. — хлынула кровь;ἀφ΄ ἑστίας συθείς Aesch. — покинувший домашний очаг;ἐκ πυρὸς συθεὴς σίδαρος Aesch. — закаленное на огне железо;πάλιν συθῶμεν Soph. — поспешим назад;ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι Hom. — чтобы дрова скорее горели;ἐσσύμενος ὁδοῖο Hom. — с нетерпением ждущий отъезда; -
4 σῶς
Grammatical information: adj.Meaning: `safe, healthy, intact' (Att.; also Hom., Hdt.).Other forms: σάος (ep. poet. Il. [ σαώτερος], also Cypr., Arc., Lac. etc.), σῶος (Hdt., Hp., X., hell.), σόος (ep., also Hdt.); comp. σαώτερος (A 32, X., Theoc., AP).Compounds: As 1. member a.o. in ΣαϜο-κλέϜης (Cypr.), σαό-φρων (ep. poet.), σώ-φρων (Att.), Σαυ-κράτης (Boeot.), Σά-δαμος (Arc.); as 2. member in νηο-, τεκνο-σσόος (poet.; cf. on σεύομαι).Derivatives: Ep. aor. σαῶ-σαι, pass. σαωθῆναι, to which fut. σαώσω, pres. σαόω; with contraction IA. σῶσαι, σωθῆναι, σώσω (inscr. σωῶ), σῴζω (ε 490, Hes. Op. 376; from *σω-ΐζω); to this perf. midd. σέσωσμαι (trag.), σέσωμαι (Pl. a.o.), act. σέσωκα (hell.), often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, `to keep alive, to save', midd. pass. intr. `to stay alive, to save oneself'. As 1. member a. o. in σωσί-πολις `saving the city' (Ar., Str. a.o.). From the verb: 1. σωτήρ, - ῆρος m. `saviour' (h. Hom., Pi., IA.) with σωτηρ-ία, - ίη f. `rescue', - ιος `bringing rescue, saving' (IA.), - ιώδης `wholesome' (Gal. a.o.), - ιασταί m. pl. `worshippers' of the θεοὶ σωτῆρες resp. of Ἄρτεμις Σώτειρα (Rhod., Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 178). Archaising byforms: σαωτήρ (Call. a.o.), σαώτωρ (Maiist. IIIa), Σαώτης surn. of Dionysos (AP, Paus.); hypocorist. enlargement Σωτήριχος PN (Plu., Luc. a.o.). 2. f. σώτειρα. (Pi., IA.). 3. σῶστρα n. pl. (- σ- as in σέσω-σ-μαι a.o.) `reward for saving, thank-offering for saving lives' (Hdt., X. etc.) with σαοστρεῖ 3. sg. (prob. = σαω-; Cephallenia). 4. σωστικός ( δια-) `saving, preserving' (Arist. etc.). 5. δια-σώστης m. `policeman' (Just.). 6. ἀνα-σωσμός (Aq.), - σωσμα (Tz.) `rescue' -- On the frequent PN in Σω(ι-), Σωσ(ι)-, Σωτ(ο)- a.o. s. Bechtel Hist. Personennamen 413 ff.Origin: IE [Indo-European] [1080] *teu̯h₂- `be strong' (meaning incorrect in Pok.)Etymology: The above forms can all go back on PGr. σάϜος (Cypr. ΣαϜο-κλέϜης); positing alternative basic forms like *σῶϜος or *σω[υ]ς is unnecessary. From σά(Ϝ)ος arose by contraction σῶς, from where through thematisation (via n. pl. σῶα, sg. σῶον?) σῶος; ep. σόος for σάος after σῶς or through metr. lengthening. Extensive treatment by Leumann Μνήμης χάριν 2, 8 ff. (Kl. Schr. 266 ff.) w. further details and rich lit. -- PGr. σάϜος can stand for IE *tu̯h₂-eu̯o-s; or rather it is a thematization of *σαυς \< *tu̯eh₂-us. Ablaut with *tu̯ō-ro-s, *tu̯ō-mn̥ (in σωρός?, σῶμα??) is quite uncertain; the basic meaning would then be approx. `be strong' (Prellwitz a.o.; s. Bq), which fits badly for a corpse; *tu̯oh₂-mn̥ is simple, but o-grade is improbable. Cf. σωρός and ταΰς, also on σαίνω.Page in Frisk: 2,844Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῶς
См. также в других словарях:
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… … Dictionary of Greek
παρασεύω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να τρέξει πέρα από κάτι, παρωθώ 2. παθ. παρασεύομαι περνώ βιαστικά, ορμητικά, φεύγω πέρα από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σεύω / σεύομαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
χώννυμι — και χωννύω Α μτγν. τ. τού χῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< *χώσ νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση τού άχρηστου ενεστ. χόω, ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να … Dictionary of Greek
σώτρο — το / σῶτρον, ΝΑ η στεφάνη τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ τρον (με επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό ō , λόγω τού ότι η στεφάνη… … Dictionary of Greek