Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γευόμενοι

  • 1 γευόμενοι

    γεύω
    give a taste: pres part mp masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > γευόμενοι

  • 2 γεύομαι

    γεύομαι (γεύεται; ἐγεύσαντο)
    1 taste met.
    a feel, enjoy the taste of; experience, c. gen. γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου (sc. Κυράνα) P. 9.35

    γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    μυριᾶν δἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42

    ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἧλθον οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24

    γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων (v. l. σευόμενοι) I. 1.21

    τὸ δἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20

    b have enjoyment of, enjoy the company of c. gen. εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι (δεύεται Σ̆γρ) N. 7.86

    Lexicon to Pindar > γεύομαι

  • 3 νικαφόρος

    νῑκᾱφόρος, -ον
    1 victorious

    τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου O. 2.5

    νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν O. 13.14

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26

    ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7

    βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει N. 3.67

    γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.22

    pro subs., victor

    νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115

    Lexicon to Pindar > νικαφόρος

  • 4 σεύομαι

    σεύομαι (aor. ςᾰτο: pf. ἔσςᾰται; ἐσςᾰμενοι, -μένα; -μένως.)
    1 speed ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) O. 1.20

    ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.61

    esp. part.,

    ἐσσύμενοι δ' εἴσω κατέσταν P. 4.135

    [ σευόμενοι ( γευόμενοι v. l.) I. 1.21] τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους *fr. 104b. 3.* c. cogn. acc., <τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν, ἐπίσκοτον ἀτραπὸν ἐσσυμένα; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.5 adv., ἐσσυμένως ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.

    Lexicon to Pindar > σεύομαι

  • 5 στέφανος

    στέφᾰνος (-ος, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οιςι), -οισιν, -ους.)
    a crown presented to an athletic victor

    χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6

    αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18

    μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23

    ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ O. 5.1

    στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.26

    ἕκτος οἶς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76

    στεφάνων ἄωτοι O. 9.19

    τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον; O. 10.61

    κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13

    δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29

    ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

    στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    τηλαυγέσιν ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6

    κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις P. 3.73

    υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.26

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.58

    Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22

    ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα N. 4.17

    οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.77

    Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.5

    ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.26

    εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν N. 7.77

    ( φιάλαις)

    ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26

    ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10

    γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.21

    ἐν βάσσαισι Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11

    ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν I. 5.8

    λάμ-

    βανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.4

    ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων I. 7.39

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.67

    μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20.

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.13

    χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2.
    b garland as sign of festivity or success ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους (v. l. στεφάνοις) O. 2.74

    στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον P. 4.240

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57

    πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    στεφά]νοισι παν [ (e Σ supp. Snell) Πα.. 1. ]πλόκον ς[τεφά]νων κισσίνων Δ. 3.. ἰοδέτων λάχετε στεφάνων (sc. θεοί) fr. 75. 6. Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα Παρθ. 2. 11. ἐντὶ [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (Wil.: στέφανον cod.) Θρ. 3. 3.
    c circling wall

    Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι O. 8.32

    Lexicon to Pindar > στέφανος

  • 6 γεύομαι

    γεύομαι fut. γεύσομαι, 1 aor. ἐγευσάμην (Hom. et al.; pap, LXX; TestReub 1:10 [v.l. ἔφαγον]; TestZeb 4:2; TestJos 6:3; JosAs 10:20; ApcEsdr 7:1 p. 32, 8 Tdf.; ApcMos, Philo, Joseph.) to have perception of someth. either by mouth or by experience, esp. in ref. to relatively small quantity.
    to partake of someth. by mouth, taste, partake of w. acc. (rarely in Gk. lit. with this verb [for acc. w. verbs of consumption, but not γεύομαι, s. Kühner-G. I 356, 2]: Anth. Pal. 6, 120 ἔρσης ἰκμάδα γευόμενος ‘tasting the juicy dew’; also Sb 1106 οἱ συμπόσιον γευόμενοι; 1 Km 14:43; Job 12:11; 34:3; Tob 7:12 BA) water J 2:9. μηδὲν εἰ μὴ ἄρτον καὶ ὕδωρ Hs 5, 3, 7. W. gen. of thing (Crates, Ep. 14 ἰχθύος κ. οἴνου; Dio Chrys. 2, 47; POxy 658, 12; 1576, 4 τοῦ οἴνου; 1 Km 14:24; 2 Km 3:35 al.): a meal=take part in it Lk 14:24. μηδενός (Jos., Ant. 7, 42) Ac 23:14; poisonous plants ITr 11:1. The obj. of the verb is indicated by the context Mt 27:34; Ac 20:11. μὴ ἅψῃ μηδὲ γεύσῃ μηδὲ θίγῃς Col 2:21 (s. ἅπτω 3).—Abs. with apparent ref. to the initial phase of dining γεύομαι= eat (ins Sb 1944; Tob 2:4 BA ‘left his meal untouched’; Jos., Ant. 6, 119 ‘taste’ in contrast to ‘eat’ [ἐσθίω]; 338 the witch of Endor urges Saul to ‘take some food’ [in contrast to his fasting]; cp. Appian, Bell. Civ. 2, 98 §407 ‘dine’) Ac 10:10.
    to experience someth. cognitively or emotionally, come to know someth. fig. ext. of 1 (Hom. et al.; Pr 31:18; Pfuhl-Möbius II, 1310, 8 ‘taste of words’, or lit.). W. gen. of thing (Pind., N. 6, 24 πόνων; Hdt. 6, 5 ἐλευθερίης; Lycophron vs. 1431 φυγῆς [of Xerxes]; Dio Chrys. 15 [32], 72 πολέμου; Ael. Aristid. 28, 60 K.=49 p. 510 D.: ἀλαζονείας; Maximus Tyr. 33, 4c ἡδονῶν): θανάτου (analogous to rabb. טָעַם מִיתָה [Billerb. I 751f; 4 Esdr 6:26]; Leonidas in Anth. Pal. 7, 662 ἀδελφὸν ἀστόργου γευσάμενον θανάτου; cp. γ. ζωῆς IGUR III, 1216, 1; s. HRüger, ZNW 59, ’68, 113f) Mt 16:28; Mk 9:1; Lk 9:27; J 8:52; Hb 2:9; Ox 654, 5 (where θανάτου is supplied)=ASyn. 247, 20; partake of knowledge 1 Cl 36:2 (cp. Herm. Wr. 10, 8 γ. ἀθανασίας; Philo, Virt. 188 σοφίας al.; Jos., Bell. 2, 158); obtain a gift Hb 6:4. W. acc. of thing (B-D-F §169): a word of God vs. 5. W. ὅτι foll.: γεύσασθαι ὅτι χρηστὸς ὁ κύριος experience the Lord’s kindness 1 Pt 2:3 (Ps 33:9); RPerdelwitz, D. Mysterienrel. u. d. Problem des 1 Pt 1911, 65ff.—B. 1030. DELG. M-M. New Docs 4, 41. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > γεύομαι

См. также в других словарях:

  • γευόμενοι — γεύω give a taste pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»